Ξέρουμε ότι δεν είναι μια εποχή κατάλληλη για να πεις κάτι καλό για τους άντρες. Ότι πρέπει να προτάσσουμε την βία που έχουν μέσα τους. Αλλά αν δει κανείς την ταινία The Bikeriders, που έχει μπόλικη βία, θα δει με λίγη προσπάθεια τι είναι αυτό που θέλουν στη ζωή τους.
Κι αυτό που θέλουν στη ζωή τους δεν το θέλουν γιατί είναι άντρες. Το ίδιο θέλουν κι οι γυναίκες κι όλοι οι άνθρωποι. Τι είναι αυτό; Ελευθερία. Όχι ανεξέλεγκτη και διαρκή. Αλλά θέλουν να ζουν σε στεγανά, σε δεσμά και να μπορούν πού και πού να τα σπάνε και να γίνονται οι ήρωες.
Η ταινία The Bikeriders, με τον Τομ Χάρντι ως πόλο έλξης, είναι μια κλασική ιστορία για bike gang στις ΗΠΑ, αλλά δεν αποτυπώνεται με κλισέ τρόπο, αν και κλασική, ενώ έχει και πάρα πολύ καλές ερμηνείες και σκηνοθεσία.
Το ωραίο στην ταινία είναι ότι υπάρχει μια αφηγήτρια τύπου Τιτανικού, η Κάθι, η οποία μπήκε στη συμμορία όταν ερωτεύτηκε τον Μπένι και παντρεύτηκαν και ήταν παρούσα σε όλη την εξέλιξη της λέσχης των Vandals, μοιραζόμενη τον Μπένι με τον αρχηγό, τον Τζόνι, που έβλεπε στον Μπένι κάτι σαν τον γιο του, σαν τον διάδοχο. Όχι «σαν», αλλά ακριβώς αυτό, τον διάδοχο.
Στην ταινία αυτή βλέπουμε πώς ο Τζόνι ξεκίνησε μαζί με μερικά ακόμα άτομα τη λέσχη των Vandals και πώς άρχισαν να λειτουργούν με μικροπαρανομίες και να τραμπουκίζουν, αλλά χωρίς να κάνουν κάποιο τεράστιο έγκλημα. Τουλάχιστον η ταινία δεν ασχολείται πουθενά με κάτι τέτοιο.
Κάπου στα μέσα των 60s μαζεύτηκαν ένα μάτσο άνδρες που ήθελαν να έχουν έναν χώρο να τους ανήκει, έναν τόπο συνάντησης, αλλά και να ανήκουν κάπου. Επειδή με την κοινωνική τους ταυτότητα δεν ένιωθαν ότι έχουν κάπου να στηριχτούν, η λέσχη έγινε το σπίτι τους, η βασική τους οικογένεια.
Κάποια στιγμή άρχισαν να ανοίγουν παραρτήματα που δήλωναν υποταγή και σέβας στον Τζόνι, αλλά το πράγμα ξέφευγε, άνοιγε, ήθελαν κι άλλοι να μπουν και ένα κοινό όραμα δεν μπορεί να συναντηθεί με τόσους πολλούς, ειδικά όταν άλλαζαν τα παρελθόντα, τα κίνητρα.
Οι αρχικοί Vandals ήταν τύποι που έζησαν τα χρόνια πριν το Woodstock, δεν είχαν πάει σε πόλεμο, ήταν όμως στην αρχή του Ψυχρού Πολέμου. Όσοι ήρθαν μετά, επέστρεφαν από το Βιετνάμ, οπότε ήταν δοσμένοι στα ναρκωτικά, δεν έπιναν απλώς πολύ, και είχαν άλλα κίνητρα και φιλοδοξίες.
Από την αίσθηση της ελευθερίας του να καβαλάς μια μηχανή μαζί με 12-15 φίλους σου και να οργώνετε τις μεγάλες λεωφόρους με θέα τα χωράφια εκατέρωθεν, οι Vandals πέρασαν σε μια πιο βίαιη εποχή, μια εποχή με περισσότερη οργή.
Όλα τα πράγματα στη ζωή γεννιούνται και πεθαίνουν. Πριν πεθάνουν, μπορείς να δεις τα σημάδια, πώς απωθούνται τα ζωντανά τους κομμάτια. Ο Τζόνι είδε τη λέσχη να πεθαίνει πριν αυτό ολοκληρωθεί, τα παλιά μέλη είχαν πια κουραστεί, ήθελαν να προχωρήσουν στη ζωή τους και μόνο ο Μπένι έδειχνε να βλέπει ισόβια τη λέσχη.
Η σχέση των δύο ανδρών μέσα από τα μάτια της Κάθι, είναι η ταινία, όπου βλέπουμε τι θα πει φιλία χωρίς λόγια, είναι πολύ λακωνικοί όλοι οι ρόλοι στις μεταξύ τους συναναστροφές, τα λένε όλα το τσιγάρο και το ξεφύσημα. Και τα βλέμματα.
Από την ευθυμία της συνάντησης στην θλίψη της απομάκρυνσης. Αυτό συμβαίνει στους Vandals που αποτελούν μια μικρογραφία του κόσμου που προχωράει, που αλλάζει και οι άνθρωποι που τον ξέραμε με την προηγούμενη μορφή του, νιώθουμε πια ότι δεν μπορούμε να συμβαδίσουμε. Και αφήνουμε τον χρόνο να μας ξεβράσει στην ανυπαρξία της νοσταλγίας, παρά μπαίνουμε σε διαδικασία να τον ακολουθήσουμε.
Με την αφήγηση της Κάθι, η ταινία αποκτά μια ποιητική, μια ελεγειακή εικόνα, τοποθετείται με περιτύλιγμα τα όνειρα και τις φιλοδοξίες ανθρώπων που θέλουν να ξεφύγουν, αλλά δεν είναι και ιδιαίτερα σίγουροι πως αυτό θέλουν.
Υπάρχουν πάντα 2-3 που δεν επιτρέπουν στον εαυτό τους να αλλάξει, αλλά σε μια παρέα, αυτό είναι οι Vandals, οι περισσότεροι αλλάζουν, δεν βρίσκουν σημείο επαφής με τους υπόλοιπους και αποχωρούν, πάνε να βρουν νέους φίλους. Όπως τα παιδιά.
Κι όλα καταλήγουν σε μια ματαίωση. Για τι παλεύεις τελικά; Τι ζητάς να πετύχεις; Ποιος ήσουν, ποιος είσαι και ποιος θα γίνεις μέσα από αυτή τη διαδρομή;
Η ταινία είναι τόσο ήρεμη, με διακριτικό λυρισμό, με κεντρικούς ήρωες δύο άντρες και μια γυναίκα που δεν αναφέρουν πουθενά στην ταινία κάτι για όνειρα, δεν πάει το βλέμμα τους πέρα από τη στιγμή που ζουν, δεν διεκδικούν το μέλλον, αφήνονται στην κάθε στιγμή.
Το καλοκαίρι είναι ταυτισμένο με το ταξίδι και το The Bikeriders είναι ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι από την ψευδαίσθηση πως μπορούμε να κρατήσουμε ζωντανή την παιδική μας συμπεριφορά και αφέλεια, μασκαρεμένη με ενήλικο, μυώδες σώμα, στην συνειδητοποίηση πως πια πρέπει να φερθούμε ως μεγάλοι.
Κάποιοι άνθρωποι κυνηγούν αυτή την ελευθερία του παιχνιδιού, της παρέας, όταν όμως βλέπουν πως χάνεται, εγκλωβίζονται και η ελευθερία γίνεται τελικά φυλακή.
Γι’ αυτό το The Bikeriders είναι μια ταινία ιδανική για να τη δεις σε θερινό σινεμά. Για τα 116 λεπτά που διαρκεί δεν θα χρειαστείς τίποτα άλλο.
* Το The Bikeriders κυκλοφορεί σήμερα στις αίθουσες από την Tanweer