Όσοι μεγάλωσαν με το σινεμά της δεκαετίας του ’90, μπορούν να το επιβεβαιώσουν: ο σινεφίλ κόσμος υπήρξε (και παραμένει) χωρισμένος σε δυο στρατόπεδα. Στο ένα βρίσκονται εκείνοι που θεωρούν πως το αριστουργηματικό θρίλερ της δεκαετίας υπήρξε η «Σιωπή των Αμνών». Στο άλλο όσοι θεωρούν πως αυτός ο χαρακτηρισμός ανήκει δικαιωματικά στο «Seven». Μέχρι και σήμερα αυτό το δίπολο καθορίζει τον χώρο των αστυνομικών θρίλερ, οι δε επίδοξοι αντιγραφείς των δυο αυτών εμβληματικών ταινίων παραμένουν αναρίθμητοι.
«Η νέα Σιωπή των Αμνών», «το νέο Seven»: χαρακτηρισμοί που πολλές ταινίες διεκδίκησαν για τους εαυτούς τους. Άλλες έφτασαν κοντά στο να δικαιώσουν τους δικαιώσουν τις συγκρίσεις και τις ευχαριστηθήκαμε, άλλες απείχαν χιλιόμετρα από το να το πετύχουν και μας έκαναν να τραβάμε τα μαλλιά μας με την ιεροσυλία, αλλά όπως και να έχει πρέπει να το παραδεχθούμε: κάθε φορά που ένα αστυνομικό θρίλερ θα αυτοπλασάρεται ως πνευματική συνέχεια είτε της «Σιωπής των Αμνών» είτε του «Seven», πάντα θα το βλέπουμε με μεγάλη όρεξη και πολλές προσδοκιές.
Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που με το που κυκλοφόρησε το «Longlegs» φέτος στα θερινά σινεμά σπεύσαμε να το δούμε με την πρώτη ευκαιρία. Πλασαρίστηκε άλλωστε ως η «Σιωπή των Αμνών» του 2024 και το trailer το έκανε πράγματι να μοιάζει πολύ ελκυστικό. Το στόρι, αν και στερεοτυπικό για το είδος, φαινόταν εγγύηση: μια νεαρή πράκτορας του FBI που διακατέχεται από ένα μυστήριο, τηλεπαθητικό ένστικτο όσον αφορά την εύρεση δολοφόνων, τίθεται επικεφαλής στο κυνήγι ενός serial killer που ξεκληρίζει ολόκληρες οικογένειες για δεκαετίες. Για την ακρίβεια, έχει δολοφονήσει 10 οικογένειες μέσα σε 30 χρόνια.
Ο δολοφόνος υπογράφει ως «Longlegs» και από το trailer γίνεται κατανοητό πως ο Νίκολας Κέιτζ στον ομόνυμο ρόλο επιχειρεί να γίνει κάτι σαν «Μπάφαλο Μπιλ» (ο εμβληματικός villain της «Σιωπής των Αμνών») των 20s. Με τέτοιο μείγμα, ακόμα και αν οι προσδοκίες δεν δικαιωθούν, πόσο στραβά μπορεί να πάει η βραδιά στο θερινό; Κι όμως: χρειάζεται πολλή, μα πάρα πολλή μεγάλη προσπάθεια για να προκύψει τέτοια μπούρδα με τόσο στοιβαρό πρωτογενές υλικό.
Το «Longlegs» είναι μια ταινία που κυριολεκτικά δεν έχει να πει τίποτα. Καλά-καλά δεν έχει μια υπόθεση που να δικαιολογείται η μεγάλου μήκους διάρκειά της. Πρόκειται κυριολεκτικά περί της απόλυτης ξεπέτας: ατμόσφαιρα, στυλιζάρισμα, αργόσυρτο μοντάζ για να δημιουργείται σασπένς και κάτω από το περιτύλιγμα το απόλυτο τίποτα. Οριακά έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που προσβάλει τον επίδοξο θεατή της, του λέει κατάμουτρα ότι δεν έχει να του πει… τίποτα, απλά τον κάλεσε προκειμένου να επιδοθεί μπροστά του σε μια άσκηση ύφους, που κάλλιστα θα μπορούσε να λάβει χώρα μπροστά σε έναν καθρέφτη αντί να ταλαιπωρεί δύσμοιρους θεατές.
Όχι τίποτα άλλο, κρίμα και για τον κάποτε κανονικό ηθοποιό Νίκολας Κέιτζ, που τελευταία περιφέρεται από τον έναν δευτεροκλασάτο ρόλο στον άλλο διαφημίζοντας πόσο ακομπλεξάριστα μπορεί να γίνει καρικατούρα του ευατού του. Φτάνει πια Νίκολας, μην αυτοεξευτιλίζεσαι παραπάνω, το πιάσαμε…