Την έχουν δει ελάχιστοι: Η ταινία με τον καλύτερο ρόλο στην καριέρα του Σωτήρη Μουστάκα που τα κανάλια αρνούνται να προβάλλουν
Βρείτε μας στο

Είναι κάπως σαν θέσφατο πως η κωμωδία είναι πιο δύσκολη από την τραγωδία, από το δράμα, σε επίπεδο καλού σεναρίου. Πιο δύσκολο όμως είναι να ενώσεις και τα δύο και να τα ερμηνεύσει ο ηθοποιός. Ο Σωτήρης Μουστάκας όμως δεν καταλάβαινε από αυτά.

Η σπουδαιότητα του ηθοποιού αυτή που όρισε τι είναι σάτιρα, φαίνεται σε έναν ρόλο, σε μια ταινία που «θάφτηκε», που δεν έχει παιχτεί ποτέ από τα κανάλια και η οποία γλύτωσε τελευταία στιγμη από τα αντίποινα της Χούντας, με τους συντελεστές να τη σκαπουλάρουν, αλλά την ταινία να κόβεται από το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.

Ο λόγος για την ταινία Νομοταγής Πολίτης, για την οποία οι περισσότεροι, αν όχι όλοι, μιλούν για την κορυφαία ερμηνεία στην καριέρα του Μουστάκα. Είναι δυνατόν να ειπωθεί κάτι τέτοιο; Κι όμως είναι.

Είναι διότι μιλάμε για τη σπανιότητα της υφής της ερμηνείας, διότι δεν είναι μια καθαρή κωμωδία, είναι μια εναλλαγή κωμωδίας-δράματος, μια κοινωνική σάτιρα, είναι, και το γράφουμε με πλήρη συνείδηση, ότι είναι για το παγκόσμιο σινεμά η ταινία The Great Dictator με τον Τσάρλι Τσάπλιν.

Όπως έχει μείνει στην ιστορία και τη μνήμη των ανθρώπων ο λόγος του σπουδαιότερου κωμικού παγκοσμίως, έτσι και κάποιες σκηνές καθιστούν τον Μουστάκα έναν Έλληνα Τσάπλιν. Με τον ιδιαίτερο του τρόπο, ο Σωτήρης Μουστάκας σχολιάζει το πώς μεταλλάσσει ο καπιταλισμός τον άνθρωπο, πώς η εξουσία κάνει τον άνθρωπο αφεντικό και τον διαφθείρει με εξουσία.

Στον Νομοταγή Πολίτη, ο Μουστάκας υποδύεται τον Γρηγόρη Μοναχογιό που καταπιεσμένος από την αυταρχική μητέρα του, δεν παντρεύεται αυτή που αγαπάει, αλλά αρραβωνιάζεται μια γυναίκα που έχει μεγάλη προίκα και αναγκάζεται να δώσει την αδερφή του στο αφεντικό του.

Η μητέρα έχει μια δουλοπρέπεια μπροστά στο χρήμα, ο Γρηγόρης πνίγεται με όλο αυτό και κάποια στιγμή το μέσα του σπάει και αντιδρά. Και στην αντίδρασή του, ο κόσμος τον αντιμετωπίζει ως ψυχασθενή, οπότε τον κλείνουν σε κλινική. Κι όταν βγαίνει, με την ουρά στα σκέλια, ηττημένος, θα υποκύψει στις επιταγές της μάνας του.

Και η γυναίκα που αγαπά, δε θα είναι μαζί του. Και δεν θα διεκδικήσει τη ζωή που θέλει, αλλά τη ζωή που επιβάλλει ένα αναδυόμενο σύστημα. Ένα σύστημα υποταγής, σε μια κοινωνία που μεταβαίνει από τη δικτατορία, στον δημοκρατικό αυταρχισμό του καπιταλισμού και μετατρέπει τους ανθρώπους σε υποτελείς του χρήματος.

Αν πεις ότι το 'ξερες, λες ψέματα: Το 90% δεν έχει ιδέα γιατί φοράνε ακουστικά στη σκηνή οι τραγουδιστές. Εσύ;
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ Αν πεις ότι το ‘ξερες, λες ψέματα: Το 90% δεν έχει ιδέα γιατί φοράνε ακουστικά στη σκηνή οι τραγουδιστές. Εσύ;

«Θα ξαναγυρίσει στο γραφείο του, θα παντρευτεί την μνηστή του, θα μάθει να λέει ψέματα όπως όλοι, … θα προσαρμοστεί όπως όλοι». Αυτή η φράση μπορεί να μη μας κάνει τόσο γκελ σήμερα, αλλά αν τη δούμε με την οπτική των μέσων 70s, γίνεται γρήγορα επώδυνη. Και αποτυπώνει και την αρχή του προβλήματος για τον σύγχρονο άνθρωπο.

Να μάθουμε να λέμε ψέματα. Όπως όλοι. Να προσαρμοστούμε σε αυτό που μας θέλουν οι άλλοι να είμαστε. Όπως όλοι. Να κοιτάμε τη δουλίτσα μας, να βγάζουμε το ψωμάκι μας.

Τόσο εύστοχος σχολιασμός για μια κοινωνική πραγματικότητα βασάνων για τον άνθρωπο, δεν έχει αποτυπωθεί σε άλλη ελληνική ταινία. Κι ο Σωτήρης Μουστάκας είναι το ιδανικότερο πρόσωπο για να την αναδείξει.

Η ταινία αυτή, του Ερρίκου Θαλασσινού, σε σενάριο του εξαίρετου Κώστα Μουρσελά, είχε την ατυχία να κυκλοφορήσει σε μια εποχή που πέθαινε το ελληνικό σινεμά και ερχόταν η βιντεοκασέτα, ενώ ταυτόχρονα η δικτατορία όριζε για λίγο ακόμα τις τέχνες.

Ο Νομοταγής Πολίτης «κρύφτηκε» γρήγορα και από τότε βρίσκεται μόνο σε μικρά αποσπάσματα στο Youtube, που αν τα ενώσεις δε βγάζουν πάνω από 20 λεπτά ταινίας. Κάποιος την είχε ανεβάσει στο DailyMotion, αλλά κατέβηκε.

Ο Σωτήρης Μουστάκας θα πει λίγα χρόνια αργότερα ότι ήθελαν να φιμώσουν την ταινία γιατί ξυπνούσε τον κόσμο και σατίριζε τον Παπαδόπουλο. Ο ίδιος ο Μουστάκας παραδέχτηκε ότι στη σκηνή για τον λόγο περί ελευθερίας, μιμήθηκε για λίγο τη φωνή του δικτάτορα, ενώ είχε πίσω του έναν πίνακα με πουλί, που ήταν το σύμβολο της Χούντας.

Η ταινία ολοκληρώνεται με σκληρή συνειδητοποίηση πως δε μπορούμε να τα βάλουμε με το σύστημα, με αυτό το αόρατο τέρας που, σαν την Τεχνητή Νοημοσύνη, εμείς το φτιάξαμε, αλλά από τα χέρια μας ξεφεύγει και θεριεύει. Κι ένα τριαντάφυλλο που δίνει ο Μοναχογιός στην Ιουλία, τη γυναίκα που αγαπά πραγματικά, σφραγίζει το τέλος της ελπίδας.

Της ελπίδας πως μπορείς να αντισταθείς και να κερδίσεις. Γιατί οι πολλοί θα σε περάσουν για τρελό, θα σε κλείσουν σε ψυχιατρείο, ενώ οι ίδιοι θα παραμένουν πλατωνικά απεικάσματα μιας άλλης αλήθειας.