Από το «Scary Movie» και μετά έγιναν πολύ μεγάλη μόδα οι παρωδίες των horror ταινιών. Λογικό: το «Scary Movie» άλλωστε έφτασε όχι απλά να αναμετριέται σε δημοφιλία με την ταινία που παρωδούσε -το «Scream»- αλλά και να αλληλοτροφοδοτείται με αυτό ανά τα χρόνια. Βέβαια, παρά τη τεράστια μόδα τους δεν ήταν και λίγοι εκείνοι που τις μισούσαν και αγανακτούσαν με το ρηχό, εφηβικό, κανιβαλιστικό είδος χιούμορ που διέσπειραν στην ποπ κουλτούρα.
Όταν λοιπόν, γύρω στο 2004, κυκλοφόρησε το «Shaun of the dead», οι οπαδοί των horror παρωδιών ενθουσιάστηκαν μόνο και μόνο από τον τίτλο και οι εχθροί τους εκνευρίστηκαν αντίστοιχα από τον τίτλο και το… εύστοχο (υποτίθεται) λογοπάιγνιο που έκανε: ήταν μια αναφορά στο κλασικό «Dawn of the dead», τη θρυλική ταινία με ζόμπι του Τζορτζ Ρομέρο, μόνο που είχε αντικαταστήσει το «Dawn» (που σημαίνει αυγή) με τη λέξη «Shaun», δηλαδή το όνομα του πρωταγωνιστή της ταινίας.
Αντίστοιχη τσαχπινιά έκανε και ο ελληνικός τίτλος: «Το ξύσιμο των νεκρών». Καταλάβατε; Όχι «ξύπνημα (των νεκρών)» αλλά… «ξύσιμο». Φοβερά αστείο, ε; Εν τέλει, το κοινό στο οποίο θεωρητικά απευθυνόταν η ταινία μπόρεσε να βρει ελάχιστη ταύτιση με το χιούμορ της πέρα από τον τίτλο. Αντίθετα, σταδιακά η ταινία «συναντήθηκε» με το χιούμορ εκείνων που βρίσκονταν στον αντίποδα της κύριαρχης τάσης περί horror παρωδιών. Στην πραγματικότητα, δεν είχε καμία σχέση μαζί τους.
Πλέον, θα το καταλαβαίναμε μόνο και μόνο βλέποντας το όνομα του Έντγκαρ Ράιτ στο σενάριο και τη σκηνοθεσία αλλά τότε ο Ράιτ ήταν άγνωστος και η ταινία αυτή το ντεμπούτο του στο σινεμά. 100 λεπτά μετά, έχοντας πρώτα βαρεθεί να κρατάς την κοιλιά σου από τα γέλια καθ’ όλη τη διάρκεια της ταινίας, θα έπρεπε να γνωρίζεις ότι αυτός ο τυπάκος ήρθε για να μείνει. Ναι, το «Ξύσιμο των νεκρών» (οκ, ας αγνοήσουμε το κακό λογοπαίγνιο…) ήταν (και είναι) κωμωδία που σπάει κόκκαλα.
Φυσικά, σε αυτό παίζει ρόλο και η αγγλική της καταγωγή: το χιούμορ των Μόντι Πάιθον και η σουρεάλ αισθητική τους βρίσκεται παντού στο «Ξύσιμο», διαπνέει όλο τον «αέρα» και την ατμόσφαιρά του. Ταυτόχρονα όμως, ο Ράιτ «εμβολιάζει» το φιλμ του με μπόλικη sitcom κουλτούρα, από αυτή που συναντάς στο «Τhe Office» και στο «Senfield». Από τυπικό sitcom άλλωστε μοιάζει να ξεπήδησε και η παρέα που πρωταγωνιστεί. Τριαντάρηδες και βάλε εργαζόμενοι που αντιμετωπίζουν σύγχρονα, καθημερινά προβλήματα με τις σχέσεις και τη χημεία μεταξύ τους να βγάζουν γέλιο καταστάσεων.
Αυτό είναι στην πραγματικότητα που κάνει ιδιοφυή αυτή την ταινία. Μπορεί το βασικό στόρι να καθορίζεται από το γεγονός ότι η πόλη ερήμωσε λόγω ενός ιού, οι άνθρωποι μετατράπηκαν σε ζόμπι και οι πρωταγωνιστές που επιβίωσαν πρέπει να σωθούν από τη δολοφονική τους πείνα αλλά όλο αυτό είναι απλά το σκηνικό εντός του οποίου το γέλιο συνεχίζει να προκύπτει από τους ήρωες, την αλληλεπίδρασή τους, τους διαφορετικούς χαρακτήρες τους και κατ’ επέκταση τις ατάκες που τους αντιστοιχούν.
Ο Σάιμον Πεγκ -που συμμετέχει και στο σενάριο εκτός από τον πρωταγωνιστικό ρόλο- και ο Νικ Φροστ, που ερμηνεύουν το βασικό δίδυμο της ευρύτερης παρέας, θα ξαναβρεθούν τα επόμενα χρόνια με τον Έντγκαρ Ράιτ σε δυο αντίστοιχης αισθητικής και ίδιου επιπέδου ταινιάρες, πρώτα στο «Καυτοί και Άσφαιροι» του 2007 και στη συνέχεια στο «Τέλος του Κόσμου» του 2013 παρωδώντας με sitcom διάθεση τα είδη του crime drama και του sci-fi αντίστοιχα, δομώντας ένα μίνι κωμικό ρεύμα που μπορεί να μην είναι ανάλογη συνέχεια αλλά έγραψε τη δική του ξεκαρδιστική ιστορία.
Το «Ξύσιμο των νεκρών» στριμάρει ταυτόχρονα σε Netflix και Cinobo και είναι αμαρτία να μην το (ξανα)δεις…