Στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου έχουν καταγραφεί μυθικές ερμηνείες. Σπουδαίοι ρόλοι από μεγάλους ηθοποιούς που δεν ξεχνιούνται όσα χρόνια κι αν περάσουν. Υπάρχει όμως μια αντικειμενική (όσο μπορεί να υπάρχει αντικειμενικότητα σε αυτές τις περιπτώσεις) αλήθεια: Ελάχιστοι έχουν λατρευτεί, έχουν μνημονευτεί, έχουν αναπαραχθεί από τόσες διαφορετικές γενιές όσο ο απίθανος Ζήκος!
Το ρεσιτάλ του Κώστα Χατζηχρήστου (στην εμβληματική ερμηνεία που σημάδεψε την καριέρα του) γέννησε την πιο… οικουμενική κωμωδία όλων των εποχών: Δεν θα βρεις κανέναν που να μην του άρεσε, που να μην ξελιγώθηκε, πού να μην γονατίζει από τα γέλια κάθε φορά που την παρακολουθεί (σαν να είναι η πρώτη).
Προσπαθώντας λοιπόν να διαλέξεις την πιο πετυχημένη ατάκα του «Μπακαλόγατου» νιώθεις σαν να βρίσκεσαι μπροστά από έναν τεράστιο μπουφέ: Θέλεις όλα να τα φας, τρέχουν με όλα τα σάλια σου και πιστεύεις πως όπου κι αν τελικά καταλήξεις, θα χάσεις κάτι που δεν έπρεπε! Αν και η συντριπτική τους πλειοψηφία όμως προέκυψε από τον ανεπανάληπτο αυθορμητισμό του Χατζηχρήστου, υπήρξε και μια ατάκα που είχε background: Ως αποτέλεσμα μιας… ατυχούς συγκυρίας λίγα χρόνια νωρίτερα.
Διότι ναι, ο σπουδαίος κωμικός (όπως και όλοι σχεδόν εκείνης της εποχής) διέθετε απίστευτο ταλέντο στον αυτοσχεδιασμό. Έτσι προέκυψε εξάλλου η καριέρα του στην υποκριτική: Κυνηγημένος από τους Γερμανούς ένα βράδυ στη διάρκεια της Κατοχής, κατέφυγε σ’ ένα θέατρο. Κι επειδή δεν μπόρεσε να κρυφτεί μέσα στους θεατές, ανέβηκε στη σκηνή και άρχισε να λέει τα δικά του! Ήταν το βράδυ που συνειδητοποίησε πως δεν τον ενδιαφέρει να παραμείνει στρατιωτικός, αλλά να γίνει ηθοποιός!
Ενδεικτικό εξάλλου της έφεσής του στον αυτοσχεδιασμό (εκτός των πέντε γάμων και των αμέτρητων ερωτικών του περιπετειών) ήταν ένα περιστατικό με τον Bob Hope: Ο σπουδαίος Άγγλος κωμικός είχε παρακολουθήσει από κοντά μια παράστασή του στην Αθήνα. Τον ρώτησε στο τέλος (με τη βοήθεια διερμηνέα) πόσους βοηθούς έχει για να του γράφουν τα κείμενα. Και όταν ο Χατζηχρήστος απάντησε με φυσικότητα «κανέναν», o Hope εξερράγη: «Εγώ έχω 14 και δεν μου γράφουν τέτοια»!
Το κορυφαίο παράδειγμα ωστόσο της ετοιμολογίας του Χατζηχρήστου είναι άλλο. Και γέννησε μια από τις αμέτρητες ατάκες του Ζήκου (οι οποίες μετέτρεψαν ένα σενάριο 7-8 σελίδων στο έπος που έγραψε ιστορία): Αυτή με τις… φακές! Έχει περιγράψει λοιπόν χαρακτηριστικά ο ίδιος στο βιβλίο «ο Χατζηχρήστος τα λέει ΟΛΑ»:
«Έπαιζα στο θέατρο έναν βοηθό μπακάλη και είχα για αφεντικό τον Βασίλη Αυλωνίτη. Το σκηνικό φυσικά ήταν ένα μπακάλικο. Αρχίζει η παράσταση, κόσμος φουλ, και όπως έλεγε το έργο, μπαίνει μέσα μια πελάτισσα (Έλσα Ρίζου) να ψωνίσει φακές.
– Παρακαλώ μια οκά φακές μού βάζετε; λέει η Ρίζου.
– Βάλε ρε φακές στη μαντάμ, λέει ο Αυλωνίτης, ενώ ζαχαρώνει την Έλσα.
Κάνω εγώ να βάλω φακές, πού… οι φακές; Δεν υπήρχαν στη θέση τους. Αργότερα μάθαμε ότι ο φροντιστής είχε ξεχάσει να βάλει το σακί με τις φακές στο σκηνικό. Αμάν, λέω, καήκαμε! Ήταν αναπάντεχο και ξαφνιάστηκα.
– Άντε ρε βάλε φακές στη μαντάμ, μου λέει ο Αυλωνίτης, και με κοιτάει παράξενα που καθυστερούσα. Τότε, για να μην κάνει “κοιλιά” το έργο, πάω στη Ρίζου και της λέω προς κατάπληξη του Βασίλη και της Έλσας.
– Ξέρετε μαντάμ, φακές δεν έχουμε.
– Δεν έχετε; Ρωτάει σα χαμένη η Ρίζου.
– Γιατί;
– Τα μαμούνια φταίνε. Μπήκαν στο σακί, πήραν μια φακή στον ώμο και φύγαν στον κατήφορο. Άντε να τα πιάσεις τώρα εσύ τα μαμούνια.
Για μια στιγμή έγινε σιωπή. Μετά ο κόσμος άρχισε να γελάει και να χειροκροτάει, ενώ ο Αυλωνίτης με την Έλσα άρχισαν να γελούν κι αυτοί, γιατί κατάλαβαν ότι κάτι συμβαίνει με τις φακές.
Αναγκάστηκα να πω ό,τι μου κατέβαινε για να σώσω την παράσταση. Και από μια αμέλεια του φροντιστή μας, γεννήθηκε μια νέα ατάκα που όποτε την έλεγα χαλούσε κόσμο και στο θέατρο και στον κινηματογράφο».