Ξεκινάει η ταινία και στο πρώτο 20λεπτο βλέπουμε μια μεγάλη μάχη ανάμεσα στον ρωμαϊκό στρατό και στους καλογυμνασμένους Αφρικανούς της Βορείου Αφρικής, όπου έχουν πάει για να κατακτήσουν οι Ρωμαίοι. Είναι επική σκηνή. Ακριβώς αυτό που ζητά κανείς από ταινίες όπως ο Μονομάχος.
Κι ενώ έχει σηκώσει την τρίχα του θεατή ο Ρίντλεϊ Σκοτ, ενώ τον έχει φέρει ακριβώς εκεί που πρέπει για να αφήσει στην άκρη κάθε ενδοιασμό και να μην ασχοληθεί με τις μομφές για ιστορικές ανακρίβειες, κάθε σκηνή που ακολουθεί είναι ένα downgrade, μέχρι να φτάσουμε στο τελευταίο 15λεπτο της ταινίας που είναι κι αυτό επικό.
Ένα πάνω-κάτω-πάνω από την ταινία ο Μονομάχος 2 που ήταν μια πολυαναμενόμενη ταινία, με προσδοκίες υψηλότατες, στο τελικό ζύγισμα όμως, το μπαλάντσο έγειρε από την άλλη μεριά.
Για ακόμα μια φορά ο Ρίντλεϊ Σκοτ μας άφησε μια αίσθηση απογοήτευσης, όχι τόσο έντονης όπως με τον Ναπολέοντα πέρσι, αλλά σίγουρα ενοχλητική. Κάτι λείπει από την ταινία. 2.5 ώρες από τις οποίες αξίζουν τα 35-40 λεπτά και το υπόλοιπο χάνεται εύκολα από τη μνήμη, είναι ζήτημα.
Ο Μονομάχος 2 είναι ιστορία του Λεύκιου, γιου του Μάξιμου που υποδύθηκε ο Κρόου στην πρώτη ταινία, με τον Λεύκιο να έχει αφήσει το όνομά του και να έχει αναβαπτιστεί ως Άννων, να έχει αποχωριστεί τη ρωμαϊκή του καταγωγή και να παλεύει για τους Αφρικανούς.
Όταν επιτίθενται οι Ρωμαίοι, σκοτώνουν τη σύζυγό του την Αριστίμη και τον πιάνουν αιχμάλωτο και τον μεταφέρουν στη Ρώμη, όπου καταλήγει στα χέρια του Μακρίνου, ενός τοπικού άρχοντα που εποφθαλμιά τον θρόνο της αυτοκρατορίας και έχει την απαιτούμενη ραδιουργία για να φτάσει ως εκει.
Ο Λεύκιος γίνεται μια πολεμική μηχανή, ένας ανίκητος Μονομάχος που έχει τυφλωθεί από τη δίψα για εκδίκηση προς τον στρατηγό Ακάκιο, που έδωσε την εντολή να τρυπήσουν τα βέλη την Αριστίμη, δεν βλέπει όμως ο Λεύκιος πως άλλος είναι ο ηθικός αυτουργός.
Έτσι, πολεμάει, νικάει, σκοτώνει, ηγείται των υπόλοιπων δούλων που μπαίνουν στην αρένα και έχει λοκάρει στην ευκαιρία που θα του δοθεί να σκοτώσει τον Ακάκιο. Μέχρι να φτάσει όμως σε αυτή την ευκαιρία, θα έχει έρθει σε επαφή με τη μητέρα του, την Λουκίλλα, σύντροφο του Ακάκιου, θα την έχει απαρνηθεί, θα έχει προλάβει να την αγαπήσει ξανά και θα καταλάβει ότι ο Ακάκιος είναι ένας τίμιος στρατιώτης που θέλει καλύτερα πράγματα για τη Ρώμη.
Όμως, οι δίδυμοι αυτοκράτορες, Γκέτα και Καρακάλα, έχουν παραδοθεί στην διαφθορά, γνωρίζουν μόνο τη βία και το αίμα, ζουν ανάμεσα σε όργια και αδιαφορία για τον ρωμαϊκό λαό και η νέμεσις τους θα έρθει βάναυσα.Νομοτέλεια στην αρχαία εποχή.
Η τελική μάχη για την επόμενη μέρα της Ρώμης, θα έχει στη μία πλευρά τον Λεύκιο, στην άλλη όμως δεν θα είναι ο Ακάκιος, μα η πιο κακοφορμισμένη εκδοχή της Ρώμης και η αίσθηση πως μόνο με τον νόμο της ζούγκλας πας παρακάτω.
Αυτό είναι το στόρι της ταινίας, ας μιλήσουμε τώρα για τα όσα έκανε και δεν έκανε ο Σκοτ. Δεν πρόκειται να μπούμε σε κουβέντα ιστορικής ακρίβειας ή όχι. Το σινεμά αυτής της μορφής, αυτού του είδους, δεν το επιλέγουμε για να μάθουμε Ιστορία. Το επιλέγουμε γιατί έχει την προοπτική να μας πωρώσει. Κι ο Μονομάχος το έκανε σε 2 σκηνές.
Αντίθετα, μας έκανε να αναρωτηθούμε πώς γίνεται οι Ρωμαίοι να μεταφέρουν αιχμαλώτους αυτά τα θηρία που είναι οι Αφρικανοί και να τους έχουν χωρίς δεσμά μέχρι να πατήσουν στη Ρώμη. Ένα φου να αποφάσιζαν να κάνουν, θα έθεταν νοκ άουτ τους στρατιώτες στο καράβι τους.
Δεύτερον, υπάρχει μια σκηνή με καρχαρίες στο Κολοσσαίο που δεν μας επιτρέπει να μη μιλήσουμε για ακρίβεια. Όχι όμως ιστορική, μα ως προς το πόσο εφικτό είναι αυτό. Δεν είναι. Δεν υπάρχει οριακά σήμερα τρόπος να διατηρηθούν καρχαρίες σε ενυδρεία για μέρες, αφού καταλήγουν να πεθαίνουν γρήγορα.
Στην ταινία Ο Μονομάχος 2, και μια χαρά τους αιχμαλωτίζουν και μια χαρά μεταφέρουν μια λίμνη στο Κολοσσαίο και τους ρίχνουν μέσα για να καταβροχθίσουν τους πεσόντες από τα πλοία στη μίνι ναυμαχία μεταξύ των μονομάχων.
Ναι, στη Ρώμη μετέφεραν πολλά ξωτικά και ατιθάσευτα ζώα, όπως λιοντάρια, ρινόκερους, τίγρεις, αλλά είναι ζώα στεριάς. Οι καρχαρίες ήταν τότε άγνωστοι σε επίπεδο ιδιότητας, πόσω μάλλον στο να τους αιχμαλωτίσουν και να τους διατηρούν ζωντανούς.
Μετά, έχουμε κάποιες ένας με έναν σκηνές μάχης, όπου ο Λεύκιος κερδίζει με σχεδόν αστεία ευκολία, μοιάζουν δηλαδή αδούλευτες ή κακοδουλεμένες.
Επίσης, με εξαίρεση τον Ντένζελ Γουάσινγκτον και 2-3 μικρότερους ρόλους, δε βλέπουμε και κάτι το ιδιαίτερο στις ερμηνείες. Ο Πολ Μεσκάλ είναι απλά οκ, ο Τζόζεφ Κουίν και η Κόνι Νίλσεν κάτω του μετρίου. Όχι από μόνοι τους βέβαια, αυτό τους δίνει το σενάριο που έχει τα θεματάκια του, ειδικά στα διαλογικά σημεία.
Κάπως έτσι, ο Μονομάχος είναι σαν μια τηγανητή πατάτα που δεν έχει τηγανιστεί αρκετά. Στις άκρες είναι τραγανός, αλλά στο υπόλοιπο, στη σάρκα του, είναι σκληρός και με μια αψάδα στη γεύση.
Η ταινία δεν δέχεται κακή κριτική από ενοχλημένους ιστορικούς. Δέχεται αρνητικά σχόλια από θεατές, από το κοινό του σινεμά, διότι κάτι δεν κάνει σωστά και δεν είναι κάτι αμελητέο.