Το καλύτερο μετά το «Sopranos»: Η μαφιόζικη σειρά που κοιτάει στα μάτια το μεγαλύτερο έπος της τηλεόρασης

Θα μείνεις με ανοιχτό το στόμα.

Γιατί μας αρέσουν οι μαφιόζικες ταινίες; Γιατί βλέποντας τις ταυτιζόμαστε με καθάρματα; Γιατί μας ενδιαφέρουν οι ζωές ανθρώπων που στην αληθινή ζωή δεν θα θέλαμε ούτε βλέμμα να διασταυρώσουμε μαζί τους; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη: διότι οι εν λόγω ταινίες δεν παρουσιάζουν απλά την εγκληματική δραστηριότητα αυτών των ανθρώπων αλλά και την οικογενειακή τους και προσωπική τους καθημερινότητα, εκείνη όπου υπερέχει μια άλλη «ταυτότητά» τους, αυτή του σύζυγου ή του φίλου ή του πατέρα και όχι εκείνη του εγκληματία. Έτσι, μας ελκύει η αντίφαση: βλέπουμε την πορεία ανθρώπων που αν και εγκληματίες είναι οικογενειάρχες (ή το ανάποδο).

Το «Sopranos» υπήρξε τομή για το είδος διότι αν και εκ πρώτης όψεως φαινόταν μια στερεοτυπική δημιουργία του, που βασιζόταν στην υπερτόνιση αυτών των αντιφατικών ταυτοτήτων, στην πραγματικότητα πήγαινε ένα βήμα παραπέρα: ο Τόνι Σοπράνο δεν ήταν εγκληματίας αν και οικογενειάρχης ούτε οικογενειάρχης αν και εγκληματίας. Ήταν ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ και τα δυο. Στην καθημερινότητά του παντρευόντουσαν τόσο αρμονικά οι διαφορετικές της εκδοχές που εν τέλει κατέληγε πιο τρομακτικός και πιο κακός από κάθε άλλο μαφιόζο που είχαμε δει ποτέ. Διότι για τον Τόνι Σοπράνο το να είσαι «κακός» δεν έρχεται σε αντίθεση με το να είσαι «κανονικός». Εκεί που οι μαφιόζικες ταινίες «έπαιζαν» με αντιφάσεις, ο Σοπράνο τις καταργούσε. Και ως γνωστόν, αυτό είναι το αληθινά τρομακτικό με το Κακό: δεν είναι κοινωνική παραφωνία, αλλά κοινοτοπία. Είναι οργανικό τμήμα της ανθρωπότητας, όχι μια παρέκλισή της.

Για το «The Penguin», τη σειρά του HBO με τον Κόλιν Φάρελ που ακόμα δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα και αποτελεί μια σόλο ιστορία του κλασικού villain του Μπάτμαν αλλά και spin off του μπατμανικού σύμπαντος που ξεκίνησε με το πρόσφατο «The Batman» του Ματ Ριβς, έχει ειπωθεί πολλές φορές πως ακολουθεί τα χνάρια του «Sopranos». Και ορθά: ο τρόπος που οπτικοποείται ο Πιγκουίνος σε αυτή την εκδοχή του χαρακτήρα προσομοιάζει υπερβολικά σε αυτόν του Τόνι Σοπράνο. Όπως άλλωστε έγινε κατανοητό και από το «The Batman», που «κοιτούσε» ξεκάθαρα στο «Seven», αυτό είναι ένα σύμπαν πέρα για πέρα ρεαλιστικό αν και υπερηρωικό: οι αναφορές του δεν μπορούν παρά να προκύπτουν από το ρεαλιστικό crime είδος.

Όμως η μεγάλη επιτυχία του «The Penguin» δεν έχει να κάνει απλά με το γεγονός ότι «παντρεύει» εξόχως αποτελεσματικά το «Sopranos» με την Γκόθαμ Σίτι, αλλά ότι μπαίνει βαθιά στην ουσία του σκεπτικού του «Sopranos», ακολουθεί τη φιλοσοφία του, επεκτείνει τα point του. Ο Πιγκουίνος είναι ένας άνθρωπος που -όπως και ο Τόνι Σοπράνο- βρέθηκε μπλεγμένος στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος εξαιτίας μιας σειράς συγκυριών και όχι λόγω φιλοδοξίας. Μεγάλωσε σε αυτούς τους κανόνες και με αυτούς τους κανόνες πρέπει να παίξει αν θέλει να επιβιώσει. Τυχαίνει να είναι πανέξυπνος, πέρα για πέρα χειριστικός και άσος στην στρατηγική παρά το γεγονός ότι εμφανισιακά δεν πείθει για την προσωπικότητά του, παρά το ότι δεν κουβαλάει -όπως και ο Σοπράνο άλλωστε- την αρχοντιά ενός Κορλεόνε ή το επικίνδυνο βλέμμα ενός Τόνι Μοντάνα. Δεν τον πιάνει το μάτι σου, δεν σου κάνει για κάποιος που θα τα φέρει εις πέρας αλλά είναι γεννημένος αρχηγός.

Και εδώ είναι που -όπως το «Sopranos» (και συγγνώμη αν γινόμαστε κουραστικοί…) – το «The Penguin» γίνεται μεγαλειώδες. Αν και ο χαρακτήρας του είναι κομμένος και ραμμένος λόγω του backround του για να γίνει η προσωποποίηση των στερεοτυπικών αντιφάσεων του μαφιόζικου είδους, που μας δίνουν ένα (πολλές φορές υποσυνείδητο) άλλοθι να ακολουθήσουμε χωρίς τύψεις εγκληματικές φιγούρες, ο πρωταγωνιστής γίνεται εν τέλει η προσωποποίηση της κοινοτοπίας του Κακού. Ο Πιγκουίνος του Κόλιν Φάρελ είναι ένας αληθινά διεστραμμένος villain και αν πιστέψεις πως μέσα του θα ανακαλύψεις ένα ίχνος συμπάθειας, ο ίδιος και οι πράξεις του, η έλλειψη ενσυναίσθησής του, το «αγκάλιασμα» της διαβολικής του φύσης θα σε «αδειάσουν».

Τοποθετημένο ακριβώς μετά τα γεγονότα του «The Batman», το «The Penguin» κάνει κατάδυση στον υπόκοσμο της Γκόθαμ Σίτι, εκεί όπου ένα κενό εξουσίας έχει προκύψει μετά τον θάνατο του αρχινονού της πόλης Καρμάιν Φαλκόνε και ένας ενδομαφιόζικος «εμφύλιος» αναμένεται από στιγμή σε στιγμή να ξεσπάσει για τον άδειο «θρόνο». Ο χαμηλόβαθμος Πιγκουίνος θα ψάξει να βρει τη θέση του μέσα σε ένα περιβάλλον που αλλάζει, αρχικά θα επιχειρήσει να επιβιώσει αλλά σύντομα θα αντιληφθεί ότι έχει όλα τα φόντα για μια επική ανέλιξη. Αυτός, ένα παιδί από τις λαϊκές συνοικίες, παραμορφωμένος και αντιαισθητικός, ταπεινής καταγωγής, χωρίς κανέναν στον κόσμο πέρα από την ημίτρελη ηλικιωμένη μητέρα του που μόνος του συντηρεί, μοιάζει να είναι προορισμένος για να είναι απλά ένα τσιράκι στον κόσμο στης Μαφίας. Όμως όχι, είναι δυνητικά αρχηγός της και θα διεκδικήσει τη θέση που μόνο αυτός πιστεύει πως του αρμόζει κόντρα σε Θεούς και Δαίμονες.

Νομίζεις πως είναι ένα άτυχο ασχημόπαπο μέσα στον πιο βρώμικο κόσμο και ως εκ τούτου άξιος συμπάθειας. Σύντομα θα βρεθείς στη δυσάρεστη θέση να κατανοήσεις πως κανένα λυπητερό backround δεν αναιρεί νομοτελειακά την προσωποποίηση του Κακού και όπως ο Πιγκουίνος χειραγωγεί, ξεγελάει και εξαπατάει τους αντιπάλους του οδεύοντας στην κορυφή της ιεραρχείας του οργανωμένου εγκλήματος, έτσι και η ίδια η σειρά θα χειραγωγήσει, θα ξεγελάσει και θα εξαπατήσει εσένα ως θεατή και ενώ θα σε κάνει να πιστέψεις πως βλέπεις τα έργα και τις ημέρες ενός «γκρίζου» χαρακτήρα, θα κατανοήσεις τελικά επώδυνα πως δεν υπάρχει κανένα γκρι πάνω του αλλά ένα απέραντο, απενοχοποποιημένο, «κανονικό» και ως εκ τούτου «κοινότυπο», μαύρο…