Ένας από τους βασικούς λόγους που λατρεύτηκε ο Θανάσης Βέγγος ήταν η αυθεντικότητά του. Απίθανες οι ερμηνείες του, απαράμιλλο το στιλ του, μοναδική η ικανότητα να σε κάνει να ξεκαρδιστείς απλά με μια γκριμάτσα, αλλά τούτα τα στοιχεία τα είχαν κι άλλοι μεγάλοι κωμικοί. Αυτό που ξεχώρισε τον Βέγγο και τον καθιέρωσε στις καρδιές του κόσμου ως «τον καλό μας άνθρωπο» ήταν η γνησιότητά του. Η αίσθηση ότι ακριβώς το ίδιο που έβλεπες στην οθόνη ήταν και στην πραγματική του ζωή. Έστω κι αν χρειάστηκε πολλές φορές να τη βάλει σε κίνδυνο για να το αποτυπώσει…
Είναι γνωστό ότι στις ταινίες του ο Βέγγος είχε δυο απαράβατους κανόνες: Πρώτον ότι δεν έδινε ποτέ φιλιά με συμπρωταγωνίστριες (θεωρώντας ότι θα ήταν ασέβεια κάτι τέτοιο για τη λατρεμένη σύζυγό του, Μίνα). Και δεύτερον ότι δεν δεχόταν ντουμπλάζ. Ακόμα και τις πιο δύσκολες σκηνές ήθελε να τις παίζει ο ίδιος. Μπροστά στην επιθυμία του για απόλυτο ρεαλισμό δεν λογάριαζε καν την πιθανότητα ατυχήματος ή κάποιου τραυματισμού.
Στις ταινίες του λοιπόν τον έχουμε δει να πέφτει, να τρακάρει, να γκρεμοτσακίζεται (όπως στην ιστορική σκηνή με το «ξέρεις από βέσπα»). Να δέχεται λαβές και χτυπήματα καράτε, να βουτάει σε παγωμένα νερά ή να προσπαθεί να πιάσει μεγάλα κομμάτια πάγου. Ακόμα και… μαϊμού τον είχε δαγκώσει, ενώ πήγε στ’ αλήθεια να σκάσει στην περιβόητη διαφήμιση «τρώτε μακαρόνια»!
Το αποκορύφωμα ωστόσο της τρέλας και της πρωτοφανούς άγνοιας κινδύνου του Βέγγου ήταν στον «Παπατρέχα»: Την επική ταινία του 1966 (σε σκηνοθεσία Ερρίκου Θαλασσινού, σενάριο Ναπολέοντα Ελευθερίου και παραγωγή του ίδιου του λατρεμένου κωμικού). Έχει γράψει ιστορία λοιπόν το περιστατικό με την τζαμαρία: Η σκηνή όπου ο αεικίνητος θυρωρός (στην προσπάθεια να εξυπηρετήσει τους ενοίκους με κάθε τρόπο και να εξοικονομήσει λεφτά για να παντρέψει τις έξι αδερφές του) περνάει μέσα από μια γυάλινη πόρτα!
Χαρακτηριστικό είναι ότι τη συγκεκριμένη σκηνή την είχε προτείνει ο ίδιος ο Βέγγος επειδή του είχε τύχει και στην πραγματική του ζωή. Και ότι κανένας από τους ανθρώπους της παραγωγής δεν πίστευε ότι θα το κάνει, μέχρι που τον είδαν έκπληκτοι να διαλύει το τζάμι (πάχους 4 χιλιοστών) με το κούτελο και να τη γλιτώνει με μια μόνο γρατζουνιά! Έχει εξιστορήσει ενδεικτικά ο Τάκης Γκιόκας (που εμφανίστηκε τότε ως παιδάκι στη συγκεκριμένη ταινία):
«Ακόμα θυμάμαι ότι στα γυρίσματα ο Βέγγος πρέπει να περάσει από την τζαμαρία. Πρωί-πρωί λοιπόν, εμείς όλοι με την τσίμπλα στο μάτι και ο Βέγγος χωρίς δεύτερη σκέψη φωνάζει: “Έλα, έλα, ανάψτε προβολείς, πάμε, πάμε, παιδιά!”. Ανάβουν οι προβολείς και χωρίς δεύτερη κουβέντα περνάει μέσα από την τζαμαρία σε χρόνο ρεκόρ! Κι εμείς να έχουμε μείνει κάγκελο! Γλυκός και τολμηρός άνθρωπος ο Βέγγος, πραγματικός κασκαντέρ»!
Παρόλο που θα πίστευε όμως κανείς ότι αυτή ήταν η πιο επικίνδυνη σκηνή του Βέγγου, κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Γιατί έχει πρωταγωνιστήσει σε ακόμα πιο παράτολμη και μάλιστα στην ίδια ταινία. Στο φινάλε με την (επίσης θρυλική) Ταϋγέτη Μπασούρη!
Η περιβόητη θεία λοιπόν ανακαλύπτει από την εφημερίδα πώς ο Πολύδωρος παντρεύεται. Αντικρίζει έκπληκτη την αγγελία γάμου (με την επική διατύπωση «Πολύδωρος Λαγός του Κοσμά και της Δαμιανής, το γένος Παπατρέχα, γεννηθείς εις Τρεχαλητό Ιωαννίνων»). Και θεωρώντας ότι ο ανιψιός παραιτήθηκε από την προσπάθεια να παντρέψει κι εκείνη μετά τις έξι αδερφές του, απειλεί ν’ αυτοκτονήσει. Είναι τόσο έξαλλη που δεν μεταπείθει ούτε η μνημειώδης προτροπή «θεία μην πάρεις παραθείο, θα σου βρω κι εσένα θείο».
Κι όταν πια ο Πολύδωρος (με την ατάκα «τώρα θα σου πω εγώ, ζουρλή») την καταδιώκει ως την ταράτσα, έρχεται η σκηνή όπου στον βωμό του ρεαλισμού θα μπορούσε να έχει θυσιαστεί κυριολεκτικά ο Βέγγος! Διότι στην προσπάθεια να εμποδίσει την αυτοκτονία της θείας κρεμιέται με το σχοινί της μπουγάδας από το μπαλκόνι. Και χωρίς να υπάρχει από κάτω έστω ένα στρώμα προστασίας, βρίσκεται να αιωρείται στο κενό από ύψος 50 μέτρων!
Ήταν τόσο παράτολμο το εγχείρημα, που ο ίδιος ο Βέγγος έχει παραδεχθεί σε συνέντευξη του ότι κινδύνεψε η ζωή του. Ακόμα κι εκείνη την ώρα όμως (ακόμα και σε μια στιγμή όπου πραγματικά «τα χρειάστηκε») ο λατρεμένος Θανάσης έδειξε το χιούμορ του.
Τη στιγμή λοιπόν που ζητούσε βοήθεια από το διπλανό παράθυρο, αντί για την… κυρία Χασάμπεη, φέρεται να βγήκε ο βοηθός σκηνοθέτη. Και σύμφωνα με τον σχετικό θρύλο, ακολούθησε ο εξής διάλογος:
-Κύριε Θανάση, πήρε η Kodak και δεν μας δίνει, λέει, άλλο φιλμ μέχρι να τους ξοφλήσουμε…
-Τώρα βρήκες να μου το πεις, αντίχριστε!