Ο Λάμπρος Κωνσταντάρας θα είναι πάντα μια κατηγορία μόνος του. Ανήκει στη σπάνια πάστα ανθρώπων (και όχι μόνο ηθοποιών) που είχαν ένα μοναδικό χάρισμα: Εξέπεμπε μια οικειότητα, μια γλυκιά εξωστρέφεια, μια αβίαστη γοητεία. Σε έκανε όχι μόνο να γελάσεις, αλλά και να τον αισθανθείς δικό σου άνθρωπο. Αν υπάρχει όμως μια λέξη που περιγράφει την επιβλητική του παρουσία (στις ταινίες, αλλά και τη ζωή του) είναι η «αρχοντιά». Και αυτό μόνο τυχαίο δεν ήταν…
Είναι γνωστό ότι ο σπουδαίος κωμικός είχε κάποιες ιδιοτροπίες. Κάποιες συνήθειες από τις οποίες δεν παρέκλινε με τίποτα και κάποιους κανόνες που θεωρούσε απαράβατους. Ενδεικτικός είναι ο όρος που έβαζε στα συμβόλαια ότι κανένας άνδρας δεν θα μπορούσε να φλερτάρει δική του γυναίκα ως πρωταγωνιστή σε ταινία και εκείνος να το ανέχεται. Οι σφαλιάρες με το περιβόητα βαρύ του χέρι. Και φυσικά τα «κολλήματα» που τηρούσε με ανεξήγητα ευλαβικό τρόπο.
Το περπάτημα μόνο στη μια πλευρά του πεζοδρομίου, τα ψώνια πάντα από συγκεκριμένα καταστήματα, οι αυστηρά απαράλλαχτες διαδρομές (πάντα από τη Λεωφόρο Συγγρού και ποτέ από τη Βουλιαγμένης) και φυσικά η διαβόητη εμμονή του με τα Volkswagen: Τα μετρούσε μανιωδώς από το πίσω κάθισμα του δικού του αυτοκινήτου (σ.σ. είχε πάντοτε σοφέρ), με την πεποίθηση πως όσο περισσότερα δει, τόσο καλύτερα θα του πήγαιναν τα πράγματα.
Πέρα όμως από αυτούς τους κανόνες σε ψυχαναγκαστικό επίπεδο, ο Λαμπρούκος είχε και έναν ακόμα που αφορούσε την προσωπική του εμφάνιση. Και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην αρχοντική του παρουσία. Πάντοτε λοιπόν ο Κωνσταντάρας ήταν κομψός. Ντυνόταν με μοδάτα ρούχα και παπούτσια, πρόσεχε κάθε λεπτομέρεια, δεχόταν μόνο κάποια στολή ως εναλλακτική εμφάνιση ενός λαμπερού κοστουμιού. Και χαρακτηριστική της αδιαπραγμάτευτης στάσης του (και) σε αυτό ήταν η γκρίνια του στο «Πατέρα κάτσε φρόνιμα».
Στην αξέχαστη κωμωδία του 1967 (σε παραγωγή Καραγιάννης-Καρατζόπουλος και σκηνοθεσία Κώστα Καραγιάννη) ο Κωνσταντάρας θα υποδυόταν τον Αντώνη Παπασταφίδα: Έναν ευκατάστατο κτηματία, που ανακαλύπτει ότι ο φοιτητής γιος του (Αλέκος Τζανετάκος) τα έχει φορτώσει στον κόκορα και όταν μένει μαζί του στην Αθήνα για να τον επαναφέρει στον ίσιο δρόμο, ερωτεύεται μια πιτσιρίκα φίλη του (Μίρκα Καλατζοπούλου).
Μόνο που το λουκ του επαρχιώτη ο οποίος έρχεται πρώτη φορά στην πρωτεύουσα δεν ταίριαζε ακριβώς με την κλασάτη εμφάνιση που ήθελε πάντα να έχει ο Κωνσταντάρας. Και χρειάστηκε… αγώνας για να πειστεί να το υιοθετήσει έστω και στο αρχικό σκέλος της ταινίας. Ενδεικτική είναι η εξιστόρηση του θεατρικού συγγραφέα, Λάκη Μιχαηλίδη στο βιβλίο «Ιερά τέρατα Αγγελικά πλασμένα»:
«Την ταινία “Πατέρα, κάτσε φρόνιμα» την είχαμε αγαπήσει πολύ όλοι οι συντελεστές, αν και ξεκίνησε με μεγάλη γκρίνια από την πλευρά του Λάμπρου.
Δεν ήθελε με τίποτα να ονομάζεται “Παπασταφίδας”, να είναι γεωργός, να έχει μουστάκι και να φοράει κουστούμι “ντεμοντέ”.
“Λάμπρο μου, μόνο στο πρώτο τέταρτο της ταινίας είσαι συντηρητικά ντυμένος και έχεις μουστάκι. Μετά το ξυρίζεις και ντύνεσαι σούπερ μοντέρνα”, του έλεγε ο Κώστας Καραγιάννης που ήταν ο παραγωγός του και ο σκηνοθέτης που πίστευε και αγαπούσε πολύ.
Ο Λαμπρούκος ή θα ήταν ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας ή θα φορούσε στολή στρατιωτική και μάλιστα με πολλά γαλόνια. Η “κακομοιριά” δεν του πήγαινε με τίποτα.
Αισθάνομαι ευτυχής που συνεργάστηκα με αυτό το “θηρίο” της υποκριτικής, που παρά την αναμφισβήτητη γοητεία που εξέπεμπε με τα φυσικά του χαρίσματα, κατάφερνε με δεξιοτεχνία να στραπατσάρει με διάφορες “μούτες” το πρόσωπό του και να σου προσφέρει αβίαστο γέλιο.
Ενώ η ταινία άρχισε να προβάλλεται με ικανοποιητικό αριθμό εισιτηρίων, ξαφνικά έρχεται στους παραγωγούς ένα φιρμάνι ότι θα πρέπει να χαρακτηριστεί “ακατάλληλη δια ανηλίκους”.
Αυτός ο χαρακτηρισμός την εποχή εκείνη για ελληνική ταινία, και ιδιαίτερα κωμωδία, ήταν καταστρεπτικός. Την είχε δει, είπαν, η σύζυγος ενός συνταγματάρχη και κοκκίνισε από ντροπή με τα καμώματα του πατέρα και του γιου του.
Όλοι μας είχαμε γίνει έξω φρενών από την “ακαταλληλότητα”, αλλά άντε να κάνεις κι αλλιώς…»