Όλοι οι ηθοποιοί κυνηγάνε το μεγάλο ρόλο, τη μεγάλη επιτυχία; Μισή αλήθεια. Τη διάρκεια κυνηγάνε κατά βάση, αυτήν ονειρεύονται. Να μπορούν να κάνουν πολλά και διαφορετικά πράγματα σε βάθος χρόνου, να μην ταυτίζονται με κάτι ή (αυτό)περιορίζονται ως προς την καλλιτεχνική τους έκφραση. Κάτι που δεν αφήνει εκτός συζήτησης κανέναν εξ αυτών. Ούτε καν τους πιο μεγάλους και τρανούς. Όπως, στη δική μας εγχώρια πραγματικότητα, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος.
Στις μέρες μας θεωρείται ένα από τα «τοτέμ» της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου. Όμως δεν ήταν πάντα ακριβώς έτσι. Υπήρξε μια περίοδος της ζωής του, στη δεκαετία του 1970, που βρέθηκε σε μια θέση που σε τελική ανάλυση καθόλου δεν του άρεσε. Παρά τη μεγάλη επιτυχία.
Ήταν η σαρωτική δύναμη της τηλεόρασης που όρισε την αφήγηση των πραγμάτων. Ένα νέο τότε πρακτικά μέσο που έμπαινε ξαφνικά και με φόρα στα σπίτια των ανθρώπων. Ένα τεχνολογικό θαύμα που γοήτευε αφάνταστα. Εκείνη την εποχή, ο «Νιόνιος» βρέθηκε να πρωταγωνιστεί στο Λούνα Παρκ. Μια θρυλική σειρά που στα 7 χρόνια που προβλήθηκε (1974-1981) από την ΕΡΤ έγραψε τηλεοπτική ιστορία και γνώρισε τεράστια επιτυχία – τι κρίμα που έχει σωθεί ένα και μόνο επεισόδιο.
Ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος έπαιζε τον «κυρ – Γιώργη», υπεύθυνο ενός Λούνα Παρκ. Ένας… αθεράπευτα γκρινιάρης και παράξενος τύπος, ο οποίος στην ουσία όμως ήταν ο μέσος, καθημερινός Έλληνας της εποχής. Ο νοικοκύρης του σπιτιού, ο πάτερ φαμίλιας. Που ενοχλούταν όταν τα πράγματα δεν γίνονταν όπως ήθελε, που έβλεπε με μισό μάτι τις συνήθειες της νεολαίας.
Γινόταν χαμός τότε με το Λούνα Παρκ. Ο Παπαγιαννόπουλος, καίτοι είχε ήδη στις πλάτες του σημαντικότατη καριέρα, βρέθηκε να έχει πρωτοφανή για τα μέτρα του επίπεδα δημοφίλιας. Δεν προλάβαινε να δίνει αυτόγραφα, κουβαλούσε μαζί του δικές του φωτογραφίες για να μοιράζει στον κόσμο, αφού του τις ζητούσαν συνεχώς, ως και… συνάλλαγμα σε μαγαζιά γινόταν, τόση αξία είχαν!
Θα περίμενε κανείς ο «Νιόνιος» να είναι χαρούμενος με τόσο αγάπη και αποδοχή. Κι όμως, όχι. Στην πραγματικότητα αντιμετώπιζε με πικρία και θυμό αυτό που του συνέβαινε. Δεν του άρεσε να τον φωνάζουν στο δρόμο «κυρ – Γιώργη», θεωρούσε ότι έτσι σβήνονταν μεμιάς όλα όσα είχε κάνει νωρίτερα. «Έχω φάει μια ολόκληρη ζωή στο θέατρο και μου αλλάξανε το όνομα από την τηλεόραση…», συνήθιζε να λέει.
Φοβόταν πάντα ότι θα τον πνίξει αυτός ο ρόλος και τον ξόρκιζε στην ουσία. Γι’ αυτό και δεν ξέχασε ποτέ ένα περιστατικό σε ένα απόμερο καφενείο στην Κόρινθο, που του συνέβη εκείνα τα χρόνια. Με το που κάθισε να ξεκουραστεί, πήγαινε στην ιδιαίτερη πατρίδα του το Διακοφτό, οι παρευρισκόμενοι άρχισαν τα «βρε καλώς τον κυρ Γιώργη», «τι κάνεις μπάρμπα Γιώργη» και τα συναφή. Για καλό το έλεγαν, αλλά πού να ήξεραν….
Και τότε ξαφνικά, η γυναίκα του καφετζή εμφανίστηκε με τον καφέ, άκουσε τα σχόλια και τους «μάλωσε» ευγενικά: «Μα τι λέτε, ο Παπαγιαννόπουλος είναι σοβαρός κωμικός». Η καρδιά του «Νιόνιου» πετάρισε από ευτυχία. «Αυτή ήταν η καλύτερη και μεγαλύτερη κριτική που έχω ακούσει ποτέ στη ζωή μου», θα πει μετά. Το είχε τόσο ανάγκη αυτό που άκουσε..,
Μην κοιτάμε άλλωστε το πόσο έξω καρδιά ήταν κατά κανόνα οι ρόλοι του ή το πόσο μας έκανε να γελάμε. Μην στεκόμαστε ούτε στην αποδεδειγμένη επιτυχία που είχε στο γυναικείο φύλο – δεν παντρεύτηκε ποτέ εξ επιλογής και απολύτως συνειδητά. Στην πραγματικότητα, ο Διονύσης Παπαγιαννόπουλος ήταν ένας μοναχικός άνθρωπος. Ασχολούταν με τη μαγειρική, την κηπουρική, λάτρευε να διαβάζει, να παίζει πασιέντζες και τάβλι. Λίγες φορές έβγαινε έξω και όταν το έκανε αγαπούσε πολύ να πηγαίνει σε ταβερνάκια, ο μπακαλιάρος σκορδαλιά ήταν το αγαπημένο του φαγητό και το κρασί δεν έλειπε ποτέ από το τραπέζι του. Εκεί ήταν ο «Νιόνιος» και πότε ο «κυρ-Γιώργης». Ο εαυτός του δηλαδή…