Ο Θανάσης Βέγγος δεν υπήρξε απλώς ένας τεράστιος κωμικός. Ένας από τους ελάχιστους ηθοποιούς που κατάφεραν να γοητεύσουν γενιές και γενιές. Πέρα από το ανεξίτηλο σημάδι του στον ελληνικό κινηματογράφο και το άπειρο γέλιο που χάρισε στο κοινό, προσέφερε και κάτι άλλο: Ένα αλάνθαστο… τεστ χαρακτήρα. Γιατί μοιάζουν σοβαρότατες οι πιθανότητες να είναι κακός άνθρωπος κάποιος που αντιπαθεί στ’ αλήθεια τον Βέγγο!
Όσο «διαμάντι» ήταν όμως ο χαρακτήρας του, όσο ταπεινός κι αν παρέμεινε σε όλη την πορεία του, όσο κι αν λατρεύτηκε και για το ήθος του από τον κόσμο, ο «καλός μας άνθρωπος» είχε τις ιδιοτροπίες του. Κάποια ζητήματα στο επαγγελματικό κομμάτι, στα οποία ήταν αδιαπραγμάτευτος. Και μια παροιμιώδη τελειομανία που (σύμφωνα με όσους τον γνώριζαν καλά) έπαιξε σοβαρό ρόλο στην οικονομική του καταστροφή.
Είναι γνωστό λοιπόν ότι στα γυρίσματα των ταινιών του ο Βέγγος δεν ήθελε ποτέ ντουμπλάζ. Επιθυμώντας απόλυτο ρεαλισμό, αρνούνταν τους κασκαντέρ και παρά τις πιθανότητες τραυματισμού, έπαιζε ο ίδιος ακόμα και στις πιο επικίνδυνες σκηνές. Ποιος μπορεί να ξεχάσει ότι βρέθηκε να αιωρείται με σκοινί από ύψος 50 μέτρων στον «Παπατρέχα» ή ότι στην ίδια ταινία πέρασε με το κεφάλι μέσα από τζαμαρία…
Αυτή η σχολαστικότητα όμως δεν του βγήκε μόνο σε καλό. Μπορεί στις ταινίες το αποτέλεσμα να ήταν άρτιο, αλλά στην πραγματική του ζωή προκάλεσε σοβαρό πρόβλημα. Γιατί την απόφαση να φτιάξει δική του εταιρεία παραγωγής την πήρε ώστε να έχει απόλυτη καλλιτεχνική ελευθερία. Και την επιμονή του να μην υπάρχει κανένα ψεγάδι και πουθενά την πλήρωσε (κυριολεκτικά) ακριβά.
Σε μια εποχή όπου το φιλμ ήταν πολύτιμο ο Βέγγος μπορούσε να επαναλάβει δεκάδες φορές κάποια σκηνή μέχρι να ικανοποιηθεί. Ακόμα και για μια μικρή λεπτομέρεια, μπορούσε να σταματήσει το γύρισμα και να το ξεκινήσει από την αρχή. Κάτι που εκτίναζε το κόστος και ως γενικότερη φιλοσοφία θεωρείται ότι συνέβαλε πολύ στη μετέπειτα πτώχευση της εταιρείας του.
Ενδεικτικό, δε, της τελειομανίας του αξέχαστου κωμικού είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Λάκη Μιχαηλίδη με τίτλο «Ιερά Τέρατα Αγγελικά Πλασμένα». Εκεί όπου περιγράφεται γλαφυρά ο απόλυτος επαγγελματισμός που απαιτούσε και από τους άλλους (και όχι μόνο από τον εαυτό του) ο Βέγγος:
«Δεν μπορώ, δυστυχώς, να ισχυριστώ ότι με τον Θανάση υπήρξαμε στενοί συνεργάτες και φίλοι.
Αυτές, όμως, τις λίγες φορές που συνεργαστήκαμε, θα μου μείνουν αξέχαστες για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους. Ο πρώτος και βασικότερος “η σημασία στη λεπτομέρεια”.
Ο Θανάσης Βέγγος μπορούσε να αναβάλλει πρεμιέρα, αν στη γενική δοκιμή κάποιος συνάδελφός του αντί να του πει “ψωμί” στην ατάκα που περίμενε για να απαντήσει, του έλεγε “ψωμάκι”.
“Ανεύθυνε… Αν δε μου πεις “ψωμί”, θα με στήσεις ανεπανόρθωτα. Δεν γίνεται έτσι πρεμιέρα. Αναβάλλεται”!
Μπορούσε επίσης να φτάσει μέχρι του σημείου να εγκαταλείψει τη σκηνή αν κάποιος συνάδελφός του, κατά τη διάρκεια της παράστασης, του έδινε λάθος ατάκα. Μπερδευόταν και τα έχανε.
Κάποτε ο Αλέκος Τζανετάκος μου είπε ότι σε μια σκηνή του έργου “Ο τρελός του Λούνα Παρκ” στο οποίο και ο Αλέκος είχε βασικό ρόλο, ο Θανάσης τον εγκατέλειψε μόνο πάνω στη σκηνή γιατί αντί να του πει “πρόσεχε όταν ανεβαίνεις τις σκάλες”, του είπε “όταν ανεβαίνεις τις σκάλες να προσέχεις”.
“Ανεύθυνε Τζανετάκο… Η ατάκα που περιμένω είναι “σκάλες” και όχι “να προσέχεις”. Κρεμάσου τώρα μόνος στη σκηνή, όπως με κρέμασες κι εμένα…”
Ποτέ ο Θανάσης δεν συγχώρησε την προχειρότητα στη δουλειά του.
Σε όσες παραστάσεις συνεργαστήκαμε, από τις πρόβες μέχρι την ημέρα της πρεμιέρας, με κάποιον θα καυγάδιζε, είτε γιατί δεν ήταν ικανοποιημένος από το βεστιάριο ή το φροντιστήριο, που απαιτούσε πάντα να είναι αυτό που εξυπηρετούσε τις εμφανίσεις του, είτε γιατί οι συγγραφείς δεν ήταν συνεπείς στο χρόνο που είχαν υποσχεθεί να του παραδώσουν τα κείμενά του, είτε γιατί οι συνάδελφοί του αργούσαν να πάνε στην πρόβα.
Πήγαινε και ερχότανε σαν “τρόλεϊ” στην πλατεία του θεάτρου, και φώναζε με τον γνωστό περίεργο τόνο της φωνής του:
“Ανεύθυνοι… Αντίχριστοι… Προχειρολόγοι… Συνέλθετε…”!
Η γυναίκα του η Μίνα, που συχνά τον συντρόφευε στις πρόβες, του φώναζε να ηρεμήσει:
“Θανάση μου ήρεμα, σε παρακαλώ… Θα πάθεις κάτι…”
Τίποτα. Το βιολί του ο Θανάσης. Πέρα-δώθε, πέρα-δώθε, με την ίδια ταχύτητα και τα ίδια νεύρα…»