Μεγαλειώδες, επικό, συνταρακτικό σινεμά: Αυτή η ταινία ήρθε για να αφήσει εποχή (Vid)

Η αποθέωση του κινηματογράφου.

Στα παλιά χρόνια του χολιγουντιανού σινεμά, τα χρόνια των μεγάλων αφηγήσεων και των επικών οπτικών αναφορικά με το αμερικάνικο πείραμα, όταν μια ταινία ανέφερε την ώρα διάρκειας της συμπεριλάμβανε σε αυτή και ένα δεκαπεντάλεπτο διάλλειμα περίπου στη μέση της προβολής. Αυτό δεν ήταν επιλογή της εκάστοτε κινηματογραφικής αίθουσας αλλά καλλιτεχνική οδηγία: ο σκηνοθέτης αντιλαμβανόταν ως τμήμα της εμπειρίας του θεατή να διακόπτεται η προβολή για ένα διάστημα.

Το «The Brutalist» του Μπράντι Κόρμπετ δηλώνει πως είναι μια ταινία 215 λεπτών αλλά σε αυτά συμπεριλαμβάνεται και μια τέτοια 15λεπτη διακοπή. Προφανώς δεν είναι μόνο αυτό το στοιχείο που κάνει την εν λόγω δημιουργία να «κοιτάζει» στο 70s παρελθόν του αμερικάνικου σινεμά. Ο Κόρμπετ, στην τρίτη του κινηματογραφική δημιουργία αλλά πρώτη με τόσα μεγάλες βλέψεις, κάνει μπαμ πως θέλει όχι απλά να αναπωλήσει αλλά να επαναφέρει με σύγχρονους όρους μέσω της ταινίας του τη λογική του «μεγάλου αμερικάνικου σινεμά». Μεγάλου σε κλίμακα, μεγάλου σε διάρκεια, μεγάλου σε ιδέες.

Πρόκειται για την ιστορία ενός Ούγγρου αρχιτέκτονα με εβραϊκές ρίζες που αφού βλέπει την οικογένειά του να διαλύεται μέσα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, καταλήγει στις ΗΠΑ ως μετανάστης (οι οπτικές αναφορές στο «Ο Νονός 2» είναι πέρα για πέρα προφανείς) και ζει στη φτώχεια και την ανέχεια περιμένοντας καρτερικά την έλευση της οικογένειά του σε ένα μέλλον που μπορεί να μην έρθει ποτέ. Η ζωή του θα αλλάξει όταν ένας μεγαλοβιομήχανος θα αναγνωρίσει σε αυτόν το τρομακτικό του, αρχιτεκτονικό ταλέντο και θα τον πάρει υπό την προστασία του αλλά και τη δούλεψή του. Ο Εβραίος αρχιτέκτονας από την Ουγγαρία έχει την ευκαιρία εδώ, στη Γη των Ονείρων, να ξαναφτιάξει τη ζωή του με τους όρους μεγαλομανίας που πάντα τον διακατείχε αντί της ταπεινότητας που η μετανάστευση τον ανάγκασε να οικειοποιηθεί.

Είτε κάποιος δει σε αυτή την ταινία το σινεμά όπως το αντιλαμβάνεται είτε τα δικά του γούστα βρίσκονται σε ένα άλλο, ίσως πιο μοντέρνο υφολογικά, είδος σινεμά είναι αδύνατο να μην της αναγνωρίσει πως πρόκειται για ένα αληθινό επίτευγμα. Είναι επίσης αδύνατο να μην αναγνωρισει τις τρομακτικές ερμηνείες των ηθοποιών που συναποτελούν το πρωταγωνιστικό δίπολο. Ο Άντριεν Μπρόντι στο ρόλο του μετανάστη που ξέρει πως είναι για μεγάλα πράγματα και ο Γκάι Πιρς στο ρόλο του βιομήχανου που νιώθει γοητευμένος από την πνευματική σύνδεση που βιώνει με αυτόν τον βασανισμένο πρόσφυγα, συγκροτούν ένα ανατριχιαστικό υποκριτικά δίπολο.

Η υποκριτική χημεία τους είναι για Όσκαρ ενώ η σεναριακή δεξιοτεχνεία της ταινίας καταφέρνει να μιλήσει στον θεατή δείχνοντας υπό τη μορφή λαογραφίας και όχι λέγοντας -η πεμπτουσία του σινεμά- πράγματα αναφορικά με τις ταξικές και κατ’ επέκταση πολιτισμικές διαφοροποιήσεις που όσο και αν κρυφτούν κάτω από το χαλί και την επιθυμία για πνευματική σύνδεση είναι πανταχού παρούσες και εγκυμονούν μια σύγκρουση που όσο καλή διάθεση και αν υπάρχει μοιάζει νομοτελειακή.

Αν υπάρχει μια εύλογη ένσταση αναφορικά με το περιεχόμενο του «The Brutalist» και η οποία είναι καταδικασμένη να συζητηθεί πολύ ανάμεσα σε όσους δουν την ταινία είναι η εξής: ενώ η ταινία έχει ως κέντρο βάρους της μια συγκεκριμένη θεματική τοποθετωντας σε δευτερεύουσα θέση μέσα στην αφηγηση μια άλλη θεματική, στο φινάλε επιχειρεί να μετατοπίσει κάπως απότομα το κέντρο βάρους της. Και πέρα από το αφηγηματικό πρόβλημα που προκύπτει από αυτό, μοιάζει να κρύβει και μια «δειλία» δεδομένου του αμφιλεγόμενου εν τέλει σχολίου που κάνει (ειδικά με βάση το μομεντουμ της κυκλοφορίας της) καθως όταν σε μια τετράωρη ταινία, για τρεις ώρες και 55 λεπτά χτίζεις κάτι συγκεκριμένο για να καταλήξεις μέσα σε 5 λεπτά σε κάτι άλλο που θες να πεις, ως θεατής εύλογα βγάζεις το συμπέρασμα ότι ο δημιουργός ΚΑΙ θέλει να πει κάτι αμφιλεγόμενο ΚΑΙ να το κρύψεις μέσα σε ένα πληθωριστικό σενάριο ώστε να μην γίνει πολύ φασαρία από αυτό που λέει…

Βέβαια ακόμα και αυτή η ένσταση είναι ενδεικτική ενός σινεμά που δεν περιορίζεται στην διάρκεια μιας ταινίας αλλά ανοίγει συζητήσεις και μετά από αυτή. Και αυτό, ανεξάρτητα από υποκειμενικές αντιλήψεις, είναι τίτλος τιμής.