Με Τζέικ Τζίλενχαλ και Τζένιφερ Άνιστον: Το Ertflix ανέβασε την ταινία που αξίζει να δεις απόψε

Μια ταινία για το σιωπηλό «λίγο-λίγο» που φθείρει τον άνθρωπο

Υπάρχουν ταινίες που μιλούν για τις μεγάλες αποφάσεις της ζωής, και άλλες που ασχολούνται με αυτό που έρχεται μετά, όταν όλα είναι «στη θέση τους» αλλά τίποτα δεν σε γεμίζει. Το «The Good Girl» του 2002, που είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα του Ertflix, ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Μια καθημερινή γυναίκα, ένας αδιάφορος γάμος, μια δουλειά που περισσότερο σε φθείρει παρά σε… πληρώνει. Και ανάμεσα στη ρουτίνα, μια σιωπηλή επιθυμία για απόδραση. Όχι τόσο από τον κόσμο, όσο από τον ίδιο της τον εαυτό.

Με τον δικό της λιτό αλλά ευθύ τρόπο, το «Καλό Κορίτσι» μιλά για το πώς μοιάζει η παγίδα όταν δεν έχει κάγκελα. Και για το τι σημαίνει να θες να αλλάξεις κάτι, χωρίς να ξέρεις τι ακριβώς.

Η Τζένιφερ Άνιστον, στο ρόλο της Τζαστίν, κάνει κάτι τολμηρό για την εποχή (και για την εικόνα της): αφήνει πίσω κάθε ίχνος από τη Ρέιτσελ του «Friends» – τον καιρό που η σειρά παιζόταν ακόμη – και γίνεται μια γυναίκα καθηλωμένη. Όχι επειδή της λείπει κάτι «χειροπιαστό», αλλά επειδή της λείπει νόημα. Η Τζαστίν εργάζεται στο «Retail Rodeo», ένα σούπερ μάρκετ κάπου στο Τέξας, και κάθε της μέρα μοιάζει με replay. Παντρεμένη με έναν καλοκάγαθο αλλά χαμένο άντρα, παγιδευμένη σε μια ζωή που υποτίθεται ότι είναι «ΟΚ», αλλά δεν έχει τίποτα συναρπαστικό, περιφέρεται ανάμεσα στα ράφια και τις ψεύτικες ευγένειες των πελατών.

Μέχρι που εμφανίζεται ο Τζέικ Τζίλενχαλ (Χόλντεν), ένας νεαρός, μελαγχολικός υπάλληλος, που μοιάζει να έχει βρει καταφύγιο στα βιβλία και να προσπαθεί να ερμηνεύσει την πραγματικότητα σαν σελίδα μυθιστορήματος. Η συνάντηση του μαζί του της θυμίζει ότι έχει «παγιδευτεί» σε έναν ανιαρό γάμο και μια αδιέξοδη δουλειά.

Η ερμηνεία της Άνιστον δεν έχει θεαματικές εξάρσεις. Δεν χρειάζεται. Έχει αυτή τη σιωπηλή βαρύτητα που δεν βλέπεις συχνά σε mainstream ηθοποιούς. Όλα βρίσκονται στον τρόπο που στέκεται, στο βλέμμα της, στο πώς αφήνει τις παύσεις να γεμίσουν το κενό ανάμεσα στις λέξεις. Είναι από τις φορές που η σιωπή λέει περισσότερα από έναν καλογραμμένο διάλογο.

Ο Τζέικ Τζίλενχαλ, νεαρός τότε αλλά ήδη με εκείνο το μελαγχολικό βάθος στο βλέμμα, φέρνει μια παιδική ένταση στον ρόλο του Χόλντεν. Δεν είναι ρομαντικός ήρωας, περισσότερο ανώριμος και παρορμητικός. Ένας νεαρός άντρας που κουβαλάει το βάρος του κόσμου στους ώμους του προτού καλά-καλά ζήσει, που μιλά σαν να έχει ήδη δει τα πάντα, ισορροπώντας ανάμεσα στη λογοτεχνική του περσόνα και τη βαθιά ανάγκη του να αγαπηθεί. Δεν είναι τόσο μυστήριος όσο νομίζει, ούτε τόσο ρομαντικός όσο θα ήθελε. Είναι όμως απολύτως αληθινός, στην παρορμητικότητα και την αμηχανία του.

Η σκηνοθεσία του Μίγκελ Αρτέτα είναι σχεδόν «αόρατη». Δεν προσπαθεί να καδράρει εντυπωσιακά, δεν «σκηνοθετεί» τη μοναξιά, την αφήνει απλώς να φανεί. Το περιβάλλον είναι φλατ, χωρίς εξάρσεις, σαν την ίδια τη ζωή της Τζαστίν. Το σούπερ μάρκετ, το σπίτι, οι δρόμοι, όλα δείχνουν κάπως άχρωμα, ξεθωριασμένα. Και μέσα σ’ αυτό το φόντο τα πρόσωπα αποκτούν βάρος, γιατί δεν έχουν πού να κρυφτούν.

Η ταινία δεν μιλά για κάποιο τρομερό συμβάν. Μιλά για το σιωπηλό «λίγο-λίγο» που φθείρει τον άνθρωπο. Οι δύο πρωταγωνιστές παρασύρονται σε μια παθιασμένη σχέση που ωθεί την Τζαστίν να δοκιμάσει τα όρια της ηθικής της.

Το «The Good Girl» δεν είναι εύκολη ή ψυχαγωγική ταινία. Αλλά είναι στοχαστική. Μιλά για τη μοναξιά των «απλών» ανθρώπων, για τη λαχτάρα του να ξεφύγεις χωρίς να ξέρεις πού θες να πας. Και για το βάρος των επιλογών που κάνουμε όταν ξεμένουμε – ή έστω έτσι νομίζουμε – από άλλες επιλογές.

Δεν είναι επίσης μια ταινία που θα συζητήσεις με παρέα αμέσως μετά. Είναι από εκείνες που κάθονται λίγο πιο βαθιά, και ξαναβγαίνουν μέρες μετά όταν σκεφτείς κάτι στην τύχη και τη θυμηθείς. Μπορεί να μην έχει τις απαντήσεις, ούτε κάποιου είδους «κάθαρση». Αλλά σε κάνει να αναρωτηθείς πώς είναι να ζεις μια ζωή όπου τίποτα δεν πηγαίνει φρικτά στραβά και παρ’ όλα αυτά κάτι μέσα σου να επιμένει ότι δεν αντέχει(ς) άλλο.