Την εποχή της βιντεοκασέτας (1985-1990) βγήκαν εκτρώματα ως «δημιουργίες», ταινίες που αναρωτιέσαι πώς αποφασίστηκε ότι είναι καλή ιδέα να γίνουν. Έτσι πρόχειρα θυμόμαστε (γιατί άραγε ακόμα;) το «Ούτε Ρόκυ ούτε Ράμπο έρχονται οι Βλαχοκράμπο». Ακόμα κι έτσι όμως, είναι ζήτημα αν υπήρξε κάτι τόσο «ποτς γκένεν αυτό» όσο το «Πόντιοι New Generation» του 2011.
Ο στόχος του σκηνοθέτη Ομήρου Ευστρατιάδη ήταν να αναβιώσει το καλτ σύμπαν των «Ποντίων» του 1986. Αλλά αποδείχθηκε πως ποτέ δεν έπρεπε να σκαλιστεί το παρελθόν, πως το ριμέικ ήταν μια κακή, πολύ κακή, ιδέα. Τι κρίμα που αγαπημένοι ηθοποιοί όπως οι Κώστας Βουτσάς, Παύλος Κοντογιαννίδης, Ζωζώ Σαπουντζάκη, Ελένη Φιλίνη, Μάρκος Λεζές και Μιχάλης Μητρούσης συνέδεσαν το όνομά τους με μια παραγωγή που δεν είχε αρχή και τέλος, ούτε λόγο ύπαρξης. Να πούμε ότι πέρασμα από την ταινία έκαναν και οι Παναγιώτης Ψωμιάδης (ο πρώην Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας), Τζούλια Αλεξανδράτου…
Η βαθμολογία του 1,7 στο IMDb δείχνει ακριβώς πόσο πολύ «θύμωσαν» όσοι ήρωες άντεξαν να δουν την ταινία, αν και αμφιβάλλουμε κατά πόσο οι περισσότεροι κατάφεραν να την ολοκληρώσουν, να παρατείνουν δηλαδή το μαρτύριο τους ως τους τίτλους τέλους.
Μερικές ταινίες είναι τόσο κακές που γίνονται… καλές. Καλτ. Αυτό όμως δεν ίσχυσε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Τίποτα δεν μπόρεσε να συμμαζέψει το πράγμα, τίποτα απολύτως. Αν στα 80’s μπορούσε κάπως να περάσει το αστείο με τους Πόντιους (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι ήταν και καλόγουστο), στην όποια μορφή του, το 2011 πια, ήταν εντελώς ξεπερασμένο, κρύο και φαιδρό. Ένα πισωγύρισμα που δεν βρήκε κοινό ούτε για… πλάκα.
«Οι Πόντιοι δοξάστηκαν από τον ελληνικό λαό για την ιστορία τους και το ιδιαίτερο πνεύμα τους ενώ λατρεύτηκαν από το ευρύ κοινό μέσα από ιστορίες γεμάτες χιούμορ και γέλιο. Εμπνευσμένος από αυτά τα χαρακτηριστικά, ο Ομηρος Ευστρατιάδης, μετά την πρώτη ταινία «ΟΙ ΠΟΝΤΙΟΙ»(1986), ύστερα από 25χρόνια φιλοδοξεί να ορίσει τη Νέα Γενιά Ποντίων πλαισιωμένος από σπουδαίους ταλαντούχους ηθοποιούς» έλεγε το Δελτίο Τύπου που είχε μοιραστεί εκείνη την εποχή στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Δεν θα μπορούσε να είχε πέσει περισσότερο έξω…
Από το τρέιλερ φαινόταν ότι το πράγμα δεν σώζεται με αυτήν την ταινία:
Να πούμε ότι την ίδια πάνω κάτω εποχή, ο Όμηρος Ευστατιάδης είχε κάνει απόπειρα αναβίωσης και ενός ακόμα legendary για τα εγχώρια δεδομένα franchise, του «Ρόδα, Τσάντα και Κοπάνα». Κι αυτό πήγε άκλαυτο, κι αυτό απογοήτευσε οικτρά, στο IMDb έχει βαθμολογία 1,8, τουλάχιστον ήταν κάπως… καλύτερο από το σίκουελ των Ποντίων. Αλλά βεβαίως και σοβαροί να ‘μαστε, πιστοποιήθηκε και στις δύο περιπτώσεις, εμφατικά, μια μεγάλη αλήθεια: Μερικά πράγματα δεν πρέπει να τα πειράζεις. Ανήκουν στο παρελθόν και εκεί πρέπει να μένουν.