Κάπου στις αρχές των 00s, μια μεγάλη, περίπου επαναστατική στροφή που είχε συντελεστεί στο Χόλιγουντ με την είσοδο διάφορων «κακών παιδιών» τύπου Ταραντίνο, Ροντρίγκεζ, Γκάι Ρίτσι και λοιπών, είχε αρχίσει να φθήνει. Αυτή η pulp αισθητική και υφολογία που προσέδωσε μια γοητεία στον υπόκοσμο, μια εικόνα λαϊκής σοφίας στο λούμπεν στοιχείο των μεγαλουπόλεων και μια εσάνς φιλοσοφίας στα περπατημένα παιδιά της πιάτσας έμοιαζε να έχει κάνει τον κύκλο της.
Ο Ταραντίνο έκανε για τα καλά στροφή στον εκσυγχρονισμό των genres που είχε αγαπήσει, ο Ροντρίγκες έμοιαζε να έχει χάσει γενικά την έμπνευσή του, ο Γκάι Ρίτσι είχε αρχίσει να παραγίνεται εμπορικός, για όλα αυτά φυσικά έπαιζε ρόλο και ένας συνολικότερος κύκλος που έκλεινε στο Χόλιγουντ καθώς οι δημιουργικές μπαγκέτες άλλαζαν χέρια και από τους σκηνοθέτες πήγαιναν εκ νέου στους παραγωγούς. Τότε ήταν -για την ακρίβεια, το 2005- που προσγειώθηκε ανάμεσά μας το «Sin City».
Βασισμένο πάνω στην ομόνυμη σειρά ιστοριών που είχαν κυκλοφορήσει με την υπογραφλη του θρυλικού Φρανκ Μίλερ και με τους Ταραντίνο, Ροντρίγκες να τον πείθουν εν τέλει να τους ενισχύσει στην σκηνοθετική τριπλέτα (εν τέλει), το «Sin City» ήταν η πιο κόμιξ δημιουργία που είχαν δει ποτέ τα μάτια μας. Κυριολεκτικά: μπορεί ορισμένες ταινίες τύπου «Ντικ Τρέισι» ή τα Μπάτμαν του Τιμ Μπάρτον να τίμησαν τις «χάρτινες» ρίζες τους όσο πιο αποτελεσματικά θα μπορούσε να φανταστεί κανείς στο παρελθόν, αλλά το «Sin City» ήταν κάτι άλλο: ένα πάντρεμα δυο διαφορετικών Μέσων, του σινεμά και του κόμιξ.
Το κινηματογραφικό πείραμα δεν ήταν απλά στιλάτο και απολαυστικό, ήταν κάτι περισσότερο: πρωτοποριακό. Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν επαναλήφθηκε ποτέ με τόσο μεγάλη ένταση -ίσως μόλις μια φορά με τους «300» (όχι τυχαία, επίσης του Φρανκ Μίλερ). Με ένα all star cast να το συνοδεύει, ηθελημένα παλιομοδίτικο και ταυτόχρονα τόσο μα τόσο φρέσκο, υπερβολικά βλοσυρό και σοβαροφανές και ταυτόχρονα τόσο υπόρρητα αυτοσαρκαστικό, αλληγορικό κατά στιγμές και ταυτόχρονα τόσο ωμό, επρόκειτο για μια πραγματική απόλαυση, μια ταινία που δεν βαριόσουν να την βλέπεις και να την ξαναβλέπεις για χρόνια.
Η σπονδυλωτή δομή του, το μοτίβο του ενιαίου σύμπαντος με τους δικούς του, διακριτούς κανόνες εντός του οποίου εξελίσσονται αυτόνομα, παρά την κατά μέρους αλληλοεμπλοκή τους, ξεχωριστές ιστορίες -κάτι σαν το «Pulp Fiction» ένα πράγμα- όχι απλά δεν το έκανε απρόσωπο αλλά το ακριβώς αντίθετο: μας γέμισε με κλασικούς χαρακτήρες που βρέθηκαν αυτοδικαίως όχι μόνο στην κορυφογραμμή της κινηματογραφικής, crime μυθολογίας αλλά και κυρίως, σε αυτή του νουάρ: τέτοια νουαρίλα δεν τη συναντάς ούτε στις χρυσές εποχές του είδους.
Είναι κάτι που πρωτότυπο για να μοιάζει τόσο μακρινό: 20 χρόνια πέρασαν από τότε που κυκλοφόρησε το «Sin City» και όμως αν κυκλοφορούσε σήμερα ίδιες εντυπώσεις θα άφηνε. Για του λόγου το αληθές; Τσέκαρε το στο Netflix αν δεν το έχεις δει (αλλά και αν το έχεις δει, οκ , το ξέρεις πως αξίζει ξανά τον κόπο) και θα μας θυμηθείς…