Υπάρχουν ορισμένες μεγάλες, διαχρονικές παθογένειες στον ελληνικό κινηματογράφο. Η πρώτη είναι πως πολλές φορές νιώθεις ότι δεν είναι… ελληνικός: δεν μοιάζει να μιλάει για την ελληνική πραγματικότητα, δεν πολυνιώθεις πως οι χαρακτήρες του είναι άνθρωποι αυτής της χώρας ή οι ιστορίες του οι ιστορίες της Ελλάδας. Η δεύτερη είναι πως παρά το γεγονός ακριβώς αυτή η «ελληνικότητα» αγνοείται, ο ελληνικός κινηματογράφος μοιάζει ταυτόχρονα και ανίκανος να ενταχθεί σε μια διεθνή γλώσσα, να δανειστεί με άνεση το ύφος του σινεμά των ειδών. Και με τα δυο αυτά ως δεδομένα προκύπτει και η τρίτη παθογένεια: το κόμπλεξ είναι τόσο μεγάλο εξαιτίας αυτής της συνθήκης που αναγκαστικά μια απάλευτη σοβοροφάνεια κατακλύζει την οθόνη.
Και όμως, το ξεπέρασμα των παραπάνω εμποδίων δεν είναι δα και… ισοδύναμο του σκαρφαλώματος στο Έβερεστ. Για την ακρίβεια, το μόνο που χρειάζεται είναι να αντιμετωπίσεις την τρίτη παθογένεια: γίνε λίγο αυτοσαρκαστικός (ως δημιουργός), κάνε πέρα τη σοβαροφάνεια και οι δυο πρώτες παθογένειες θα ξεπεραστούν. Μεγαλύτερη απάντηση ως προς αυτό δεν υπάρχει από το (κάτι σαν) horror που παίζεται αυτές τις μέρες στα θερινά σινεμά.
Το «Killerwood» είναι ένα απολαυστικό mockumentary, ένα φιλμ-μέσα-στο-φιλμ που καταφέρνει να είναι ταυτόχρονα αστείο, πικρό, μετα-ειρωνικό, αλλά και απροσδόκητα τρυφερό απέναντι στους ήρωές του – ή μάλλον στους κανονικούς ανθρώπους που προσπαθούν να γίνουν ήρωες μέσα σε ένα low budget slasher κάπου στο κέντρο της Αθήνας. Πρόκειται στην πραγματικότητα για μια σάτιρα πάνω στον ίδιο τον μηχανισμό της ανεξάρτητης κινηματογραφικής παραγωγής στην Ελλάδα. Ενός χώρου γεμάτο μικροματαιοδοξίες, εμμονές, γκρίνιες, προσωπικές απογοητεύσεις και κυρίως το αίσθημα ότι «κάτι πάμε να κάνουμε, αλλά δεν μας αφήνει η ίδια η χώρα».
Το στόρι πάει κάπως ετσι: Ένας νεαρός σκηνοθέτης ετοιμάζεται να γυρίσει την επόμενη ταινία του, ένα θρίλερ μυστηρίου για έναν serial killer που δρα στην Αθήνα του σήμερα. Η παραγωγή βάζει μπρος, όμως, μια σειρά από απειλητικά μηνύματα κάνει το έγκλημα να φλερτάρει και με την πραγματικότητα.
Το μεγάλο θετικό στοιχείο του «Killerwood» είναι πως η ματιά δεν είναι μίζερη αλλά παιχνιδιάρικη και γεμάτη φαντασία. Ο Μασσαλάς καταφέρνει να βάλει την κάμερα μέσα στην ίδια του την ανασφάλεια και βγάζει χιούμορ από εκεί που θα περίμενες δράμα και ποπ αναφορές εκεί που θα περίμενες να πέσει στην παγίδα της ψαγμένης αυτοαναφορικότητας.
Η επιλογή να κινηθεί η ταινία ανάμεσα στο ψευδο-ντοκιμαντέρ και το giallo τρόμου δεν είναι απλώς αισθητικό τρικ αλλά οργανική με το περιεχόμενο. Το στοιχείο του θρίλερ λειτουργεί περισσότερο ως παιχνίδι αφηγηματικής παραπλάνησης παρά ως πραγματική απειλή: η ταινία δεν προσπαθεί να τρομάξει, αλλά να ψιθυρίσει στον θεατή την αλήθεια μιας καλλιτεχνικής προσπάθειας που ακροβατεί διαρκώς ανάμεσα στο σοβαρό και το γελοίο.
Το Killerwood είναι τελικά μια πολύ έξυπνη και αναζωογονητική πρόταση. Ένα ελληνικό φιλμ που δεν παίρνει τον εαυτό του υπερβολικά στα σοβαρά, κι έτσι καταφέρνει να πετύχει κάτι σπάνιο: να μιλήσει για την ανάγκη δημιουργίας σε έναν τόπο που δεν την ενθαρρύνει. Και να το κάνει με στιλ, ρυθμό και χιούμορ.