Αξίζει η συνδρομή μόνο και μόνο γι' αυτό το διαμάντι: Η ακραία υποτιμημένη ελληνική ταινιάρα στριμάρει… επιτέλους! (Vid)

Σεβασμός. Σεβασμός!

Στη θρυλική σεκάνς των μαζικών δολοφονιών του πρώτου «Νονού», τη σεκάνς εκείνη που ο Μάικλ Κορλεόνε «καθαρίζει» (μέσω των ανδρών του) έναν προς έναν όλους τους εχθρούς του για να γίνει το αδιαφιλονίκητο αφεντικό της Μαφίας, υπάρχει μια δολοφονία που έδωσε το όνομά της σε μια συγκεκριμένη μέθοδο εκτέλεσης. Ο Μο Γκριν, ο θρυλικός ιδιοκτήτης καζίνο του Λας Βέγκας με τα χαρακτηριστικά κοκάλινα γυαλιά, δέχεται μια σφαίρα μέσα στο μάτι, αφού αυτή πρώτα τρυπήσει το τζάμι των γυαλιών του.

Στην πρώτη σκηνή της τέταρτης ταινίας του Γιάννη Οικονομίδη, ο Βαγγέλης Μουρίκης συστήνεται στο κοινό ως κυνικός και σιωπηλός εκτελεστής όταν βρίσκει έναν αγνώστων λοιπών άντρα που κρύβεται σε ένα παρατημένο λεωφορείο κάπου στην ερημιά και χωρίς να του πει κουβέντα τον εκτελεί αλα Μο Γκριν: δεν υπάρχει περίπτωση να γουστάρεις το crime είδος και στη θέα αυτής της εναρκτήριας σκηνής να μην χαμογέλασες από την τόσο εμπνευσμένη αναφορά του Οικονομίδη στον «Νονό».

Και κάπως έτσι το «Μικρό Ψάρι» σε ρουφάει σε έναν κόσμο που μπορεί να σου θυμίζει κάτι, ειδικά αν έχεις δει και τις υπόλοιπες ταινίες του Οικονομίδη, αλλά ταυτόχρονα καταλαβαίνεις ότι αποτελεί ανεξερεύνητο πεδίο για το ελληνικό σινεμά: είναι ο κόσμος του οργανωμένου εγκλήματος, λούμπεν και περιθωριακός όπως γενικά το σύμπαν του Οικονομίδη αλλά με έναν τρόπο που δεν είχαμε ξαναδεί ποτέ σε ελληνική ταινία. Το «Μικρό Ψάρι» στέκεται αυτοδίκαια στην κορυφή του γκανγκστερικού, νουάρ είδους για τα εν ελλάδι δρώμενα.

Ο Στράτος, ο χαρακτήρας του Μουρίκη που οι οπαδοί του θα θυμούνται μοιρασμένοι άλλοι στον «Βασιλιά» και άλλοι στο «Μικρό Ψάρι» και για πάντα θα τσακώνονται για το ποια υπήρξε η κορυφαία ερμηνεία του, είναι ένας που έχει αποφυλακιστεί πρόσφατα από τη φυλακή και ζει κάνοντας εκτελέσεις. Στον περιορισμένο περίγυρό του όμως κρύβει την αληθινή του ταυτότητα: τα βράδια δουλεύει σε ένα πρατήριο με σφολιάτες και υποκρίνεται τον μετανιωμένο. Η παλιά του ζωή επιμένει να προσπαθεί να τον τραβήξει για τα καλά πίσω αλλά εκείνος αντιστέκεται σθεναρά και με μεθοδικότητα και πειθαρχία ασκεί χρέη πληρωμένου δολοφόνου πρόσκαιρα, μόνο μέχρι να ξεπληρώσει χρηματικά ένα ηθικό χρέος, που η τιμή του δεν τον αφήνει να αφήσει απλήρωτο.

Όποιοι γνωρίζουν τους άγραφους κανόνες του νουάρ θα αναγνωρίσουν εδώ κάθε αρχετυπική φιγούρα και κατάσταση του είδους: ο μοναχικός πρωταγωνιστής, η μυστήρια και αινιγματική γυναίκα που βρίσκεται στη ζωή του (με πολύ πρωτότυπο τρόπο εδώ είναι η αλήθεια), ένα κοινωνικό περιβάλλον σάπιο, απαισιόδοξο και -το χειρότερο- στατικό, το σημείο τομής που κάνει τον ήρωα να μετακινηθεί από τις αξίες και τους κώδικές του, το γεγονός που ανοίγει τα μάτια του και από προσαρμοσμένο στην παλιοσυνθήκη που είναι εγκλωβισμένος ξαφνικά ασφυκτιά, η συνειδητοποίηση πως αν δεν μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο τουλάχιστον μπορείς να αλλάξεις τον κόσμο σου, μια ατομική εξέγερση καταδικασμένη εξαρχής.

Από το «Ghost Dog» και τον Σκορτσέζε στον «Λεόν» και τον Μελβίλ, ο Οικονομίδης αποτίει φόρο τιμής στο υπαρξιστικό crime που -κάνει μπαμ πως- τον έχει μεγαλώσει και το τοποθετεί με αληθινο κινηματογραφικό θάρρος και πλεόνασμα οράματος στην ελληνική κοινωνία της μεγάλης οικονομικής κρίσης, που αν και δεν αναφέρεται πουθενά ως τέτοια είναι πανταχού παρούσα και διαβρώνει συνειδήσεις και αξίες: δύσκολες εποχές για μοναχικούς καουμπόηδες που μόνο η τιμή τους είναι αυτό που τους ενδιαφέρει και αυτό που προστατεύουν. Δύσκολες εποχές για αυτούς ρομαντικούς ακόμα και αν ταυτόχρονα είναι καθίκια…

Το «Μικρό Ψάρι» του Γιάννη Οικονομίδη είναι ένα αληθινό αριστούργημα του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και μιας και στριμάρει στο Cinobo (μαζί με όλη τη φιλμογραφία του σκηνοθέτη) είναι αναγκαίο να τιμηθεί…