Για 100 λεπτά σε «ρουφάει» στον κόσμο της: Η ελληνική ταινία που μπαίνει εύκολα στο top-3 της δεκαετίας στριμάρει και στη χώρα μας (Vid)

Η μεγάλη μοναξιά του ελληνικού καλοκαιριού...

Το ελληνικό weird wave, εκείνο το ρεύμα κινηματογραφικής που ξεκίνησε στις αρχές των 10s με τον «Κυνόδοντα» και γοήτευσε φεστιβάλ και κριτικούς με την ψυχρότητά του, την αφαιρετικότητά του και την «περίεργη» χρήση της γλώσσας, είχε ως βασικό του εργαλείο την αποστασιοποίηση: αποστασιοποίηση συναισθηματική, κοινωνική, ακόμη και σωματική. Ήταν επίσης ένα ρεύμα που μόνο προσχηματικά υπήρξε «ελληνικό»: αν δεν ακούγαμε τους χαρακτήρες να μιλάνε ελληνικά δεν αλλά μια άλλη γλώσσα δεν θα άλλαζε τίποτα, οι ιστορίες του θα μπορούσαν να στέκονται οπουδήποτε στον κόσμο.

Περίπου επτά χρόνια μετά τον «Κυνόδοντα» και με ένα σωρό ταινίες που καβάλησαν το ρεύμα που αυτός δημιούργησε να έχουν μεσολαβήσει, κυκλοφόρησε μια ελληνική ταινία που με έναν παράδοξο τρόπο υπήρξε τμήμα και ταυτόχρονα ξεπέρασμα του weird wave: στο «Suntan» του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου, οι θεματικές είναι ίδιες με αυτές του weird wave -η μοναξιά, η αποξένωση, η κοινωνική αποσύνθεση- αλλά το τοπία πέρα για πέρα ελληνικό (η τόσο ελκυστική Αντίπαρος) και η οπτική το ακριβώς αντίθετο της αποστασιοποίησης: αν κάποτε οι ήρωες μιλούσαν σαν ρομπότ μέσα σε αποστειρωμένα σπίτια, εδώ ο βασικός χαρακτήρας ουρλιάζει μέσα του χωρίς να μπορεί να μιλήσει, ενώ γύρω του απλώνεται η υποτιθέμενη ανεμελιά του ελληνικού καλοκαιριού. Ένα καλοκαίρι φαινομενικά ενώνει, αλλά ουσιαστικά του θυμίζει με βία πόσο μόνος μπορεί να νιώσεις όταν δεν ανήκεις πουθενά.

Ο Κωστής, ένας μεσήλικας γιατρός, μετατίθεται σε ένα μικρό νησί για να αναλάβει τη θέση του τοπικού γιατρού. Στην αρχή φαίνεται να προσαρμόζεται στη ρουτίνα της κλειστής κοινότητας, όμως στη συνέχεια έρχεται το καλοκαίρι και το ήσυχο νησί των 800 κατοίκων κατακλύζεται από τουρίστες. Όταν γνωρίζει μια παρέα νεαρών παραθεριστών και ειδικά τη γοητευτική και ανέμελη Άννα, παρασύρεται από τη λάμψη της νεότητας και τη λαγνεία του καλοκαιριού. Η εμμονή του με την Άννα γίνεται σταδιακά το κέντρο της ζωής του, οδηγώντας τον σε μια ψυχολογική κατάρρευση, καθώς η αδυναμία του να διαχειριστεί την απόρριψη και τη μοναξιά τον φέρνει αντιμέτωπο με τα πιο σκοτεινά του ένστικτα.

Ο Αργύρης Παπαδημητρόπουλος σκηνοθετεί με αυτοπεποίθηση και με «ηδονοβλεπτική» ματιά τα τεκταιμνόμενα, δημιουργώντας ένα σύμπαν που χαρακτηρίζεται ισόποσα από ηδονισμό από τη μια και συναισθηματική διάλυση από την άλλη, καταφέρνοντας να μετατρέψει το φωτεινό ελληνικό καλοκαίρι σε έναν εσωτερικό εφιάλτη. Στον ρόλο του Κωστή, ο Μάκης Παπαδημητρίου παραδίδει μια ερμηνεία τρομακτικής εσωτερικότητας αποτυπώνοντας με τρομακτική αλήθεια τη σταδιακή μεταμόρφωση ενός μοναχικού ανθρώπου σε θλιβερή καρικατούρα του, ενώ από την άλλη η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Έλλη Τρίγγου, ενσαρκώνει την Άννα με απόλυτη φυσικότητα και αφοπλιστική ενέργεια: είναι ταυτόχρονα αθώα και λάγνα, ανέμελη και αυθάδης, σύμβολο μιας νεότητας που βιώνει το «τώρα» και δεν σκέφτεται καν το αύριο – σε αντίθεση με τον πρωταγωνιστή που το «τώρα» του είναι το σύνολο ενός τραυματικού (αν και αδιευκρίνιστου) παρελθόντος.

Αν και το τελευταίο δεκάλεπτο της ταινίας είναι κομματάκι αμήχανο και αμφίσιμο, δείγμα έλλειψης προσανατολισμού ως προς το τελικό σχόλιο της ιστορίας, το «Suntan» καταφέρνει εν τέλει κάτι πολύ πρωτότυπο: το ελληνικό καλοκαίρι, αυτό το εξαγνισμένο τοπίο διαφημιστικής ευτυχίας, γίνεται το πλαίσιο για να ειπωθεί κάτι τρομακτικά μοναχικό και ανθρώπινο. Η κάμερα σχεδόν ερωτεύεται τα σώματα των νέων, τις σκιές στα πρόσωπά τους, αλλά δεν αφήνει ποτέ την ψευδαίσθηση να παγιωθεί: ο χρόνος είναι ο χειρότερος γιατρός.

Η ταινία είναι διαθέσιμη στο Cinobo. Και αξίζει να την δεις όχι μόνο για να δεις ένα καλοκαίρι αλλιώς, αλλά γιατί εν τέλει υπάρχει κάτι που ξεχνιέται και θάβεται συστηματικά σε γιορτινές ατμόσφαιρες όπως αυτές ενός ελληνικού νησιού το καλοκαίρι: η απομόνωση της μοναξιάς παραμένει ένα σκοτεινό συναίσθημα και ούτε ο εκθαμβωτικός ελληνικός ήλιος δεν μπορεί να το αλλάξει αυτό.