Η νέα ταινία του Πάολο Σορεντίνο, La Grazia, έκανε πρεμιέρα στο φεστιβάλ της Βενετίας και αποθεώθηκε από το κοινό: ένα τετράλεπτο standing ovation επισφράγισε την πρώτη προβολή, επιβεβαιώνοντας πως ο Ιταλός δημιουργός επανέρχεται με έναν κινηματογραφικό τόνο πιο ώριμο, πιο σιωπηλό, αλλά εξίσου διαπεραστικό.
Το κοινό, παρότι αμήχανο πολλές στιγμές από τη δραματουργική αυστηρότητα του φιλμ, εκτίμησε την επιστροφή στην εσωτερικότητα, την ερμηνευτική δεινότητα του Τόνι Σερβίλο και κυρίως τη θαρραλέα επιλογή θεμάτων με μεγάλα ηθικά και πολιτικά διλήμματα. Σε αντίθεση με τις παλαιότερες, πληθωρικές δουλειές του Σορεντίνο, εδώ το κοινό ένιωσε ότι παρακολουθεί έναν σκηνοθέτη που επιλέγει να αφαιρέσει κι όχι να εντυπωσιάσει.
Πολλοί θεατές έκαναν λόγο για μια ταινία που δεν είναι εύκολη, αλλά σε αποζημιώνει με το λεπτό, πικρό και σχεδόν ανεπαίσθητο χιούμορ της. Κεντρικό σημείο των συζητήσεων υπήρξε ο χαρακτήρας του Μαριάνο, Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας, που καλείται να πάρει αποφάσεις ζωής και θανάτου ενώ ταυτόχρονα βασανίζεται από προσωπικά φαντάσματα και ανείπωτες αμφιβολίες.
Το κοινό φάνηκε να ταυτίζεται με την αίσθηση της σιωπηρής παρακμής, της εσωτερικής απογύμνωσης ενός ανθρώπου που κρατάει στα χέρια του την εξουσία, αλλά αισθάνεται βαθιά μόνος.
Η ταινία είναι επί της ουσίας μια ευθεία δήλωση του Σορεντίνο για την Ευρώπη του σήμερα: μια ήπειρο άτολμη, φοβική, καθηλωμένη ανάμεσα στην επισημότητα και την υπαρξιακή κούραση. Πίσω από τις προσωπικές επιλογές του Μαριάνο, κρύβεται ένας ευρύτερος συμβολισμός για την πολιτική ελίτ που γερνά χωρίς να μπορεί να απαντήσει στα ερωτήματα της νέας γενιάς.
Το La Grazia είναι μια ραψωδία σιωπής, με έναν άψογο ερμηνευτικά Τόνι Σερβίλο να εξιστορεί έναν ολόκληρο βίο με το βλέμμα του. Το φιλμ του Σορεντίνο είναι όχι απλώς μια επιστροφή στην αισθητική, αλλά μια βαθύτερη κατάδυση στην ψυχή. Και αυτό, σε έναν κινηματογράφο που συχνά αναλώνεται σε εντυπωσιασμούς, αποτελεί από μόνο του πολιτική πράξη…
