Άραγε ο Στίβεν Κινγκ είναι περήφανος γι' αυτό;

Βαρύ το όνομα του «Βασιλιά» για να συνοδεύει τέτοιες μετριότητες.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερος «αιμοδότης» για το σινεμά του φανταστικού τα τελευταία 50 χρόνια από τον Στίβεν Κινγκ. Ο πολυγραφότατος συγγραφέας, με ένα έργο που γεμίζει ολόκληρες βιβλιοθήκες, έχει τροφοδοτήσει ασταμάτητα το Χόλιγουντ με ιστορίες από το λαμπρό του μυαλό. Μάλιστα, υπήρξε μια εποχή που το έκανε σχεδόν αφιλοκερδώς, προσφέροντας τα δικαιώματα για μόλις 5 δολάρια στις κινηματογραφικές εταιρείες: ο «Βασιλιάς» εκτός από καλή γραφίδα είχε και καλή καρδιά.

Όσοι όμως γνωρίζουν τον Κινγκ από πρώτο χέρι, δηλαδή μέσα από τις σελίδες των βιβλίων του, μπορούν να επιβεβαιώσουν πως οι κινηματογραφικές μεταφορές των βιβλόων σπάνια πλησιάζουν το πνεύμα του πρωτότυπου υλικού. Φυσικά, υπάρχουν εξαιρέσεις που λάμπουν, όπως το «The Shawshank Redemption» ή το «Stand By Me» όπως και άλλες που αποτελούν κινηματογραφικά εγκλήματα. Ο γενικός κανόνας όμως παραμένει: το πυκνό, ψυχολογικά φορτισμένο και πολυεπίπεδο έργο του Κινγκ δύσκολα μεταφράζεται με επιτυχία στον φιλμικό χρόνο, ειδικά όταν αυτός δεν συνοδεύεται από σκηνοθετική ευφυΐα (παραδόξως, ο ίδιος ο Κινγκ αντιπαθεί σφόδρα τη μοναδική ταινία που κατάφερε να είναι το ακριβώς ανάποδο από «ρηχή» μεταφορά ενός βιβλίου του, δηλαδή τη «Λάμψη» του Κιούμπρικ – αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση).

Στον κανόνα των αποτυχημένων μεταφορών προστίθεται με άνεση και η «Μακρά Πορεία» που παίζεται αυτές τις μέρες στους ελληνικούς κινηματογράφους. Πρόκειται για κινηματογραφική απόπειρα βασισμένη σε ένα από τα πρώτα βιβλία του Κινγκ, γραμμένο υπό το ψευδώνυμο Ρίτσαρντ Μπάχμαν, το οποίο, περιέργως δεν είχε μεταφερθεί ποτέ ξανά στη μεγάλη οθόνη. Ή μάλλον… όχι και τόσο περιέργως. Ίσως επειδή από τότε που γράφτηκε, δηλαδή στα τέλη των 70s, έχουν κυκλοφορήσει τόσα δυστοπικά έργα, που πλέον η ιστορία του μοιάζει ανακυκλωμένη και ξεθυμασμένη.

Η υπόθεση έχει ως εξής: σε μια ζοφερή, στρατιωτικοποιημένη Αμερική του μέλλοντος, διοργανώνεται κάθε χρόνο ένας απάνθρωπος μαραθώνιος: εκατό έφηβοι αγόρια πρέπει να περπατήσουν προς το Νότο, χωρίς ποτέ να σταματήσουν ή να επιβραδύνουν κάτω από τα 6,5 χλμ ανά ώρα. Για κάθε παράβαση, παίρνουν προειδοποίηση. Στην τρίτη, εκτελούνται επί τόπου με μια σφαίρα στο κεφάλι. Ο νικητής, δηλαδή ο τελευταίος που θα μείνει όρθιος, κερδίζει ό,τι θελήσει για την υπόλοιπη ζωή του. Υπόσχεση ζωής, δηλαδή, μέσα από την απόλυτη εξόντωση.

Το πρόβλημα; Ότι το έχουμε ξαναδεί. Και μάλιστα καλύτερα: από το «Battle Royale» μέχρι το «Hunger Games» και ένα σωρό ακόμα παραλλαγές του ίδιου concept, η αλληγορία περί κοινωνικού κανιβαλισμού, ωμής βίας, ανταγωνισμού και ψυχολογικής διάλυσης έχει γίνει τόσο μασημένη που πια δεν καταπίνεται. Και εδώ, το «φαγητό» είναι πιο ξαναζεσταμένο από ποτέ. Καμία σκηνοθετική πρόταση, καμία αισθητική τόλμη, καμία ουσιαστική προσπάθεια να φωτιστούν οι χαρακτήρες ή τα ηθικά διλήμματα που κάποτε ίσως να σόκαραν μέσω του βιβλίου.

Εν τέλει, είναι κρίμα το βαρύ όνομα του Κινγκ να ευτελίζεται από τέτοιες χλιαρές και άνευρες μεταφορές. Αν αυτή είναι η Μακρά Πορεία, τότε θα προτιμούσαμε να μείνουμε στάσιμοι.