Ατζαράκης – Ζάμπρας: Τελικά ήταν όντως κακή ιδέα...

…αν αποφασίσατε να μην παρακολουθήσετε το πρώτο επεισόδιο της σειράς τους. Επ, είδατε τι κασκαρίκα σας σκαρώσαμε;

Δύο παιδιά με ουρανόμηκες ταλέντο. Λέμε «ουρανόμηκες» γιατί αυτό μας έβγαλε το ChatGPT όταν γράψαμε «Δύσκολη λέξη για εντυπωσιακή αρχή σε κείμενο για Έλληνες κωμικούς που έκαναν την πρώτη τους σειρά στην τηλεόραση». Οπότε ουρανόμηκες, ό,τι στο διάολο κι αν σημαίνει αυτό.

Όσοι διαβάζετε χρόνια το Menshouse γνωρίζετε πως έχουμε μία ιδιαίτερη απέχθεια στις προσωπικές αναφορές στα άρθρα μας, όμως αυτή τη φορά είναι απαραίτητο- εν είδει disclaimer, μιας και με τους συγκεκριμένους δύο κυκλοφορούμε χρόνια τώρα στα ίδια στέκια.

Ουδέποτε έχουμε κάτσει μαζί τους για έναν καφέ ή έχουμε ανταλλάξει την παραμικρή κουβέντα, όμως αυτό δεν αναιρεί το ότι έχουμε βρεθεί ταυτόχρονα στα ίδια μαγαζιά και μία και δύο και τρεις φορές από το 2014 και μετά. Βασικά δύο, γιατί την τρίτη όταν μπήκαμε εμείς με τον Ρηγάτο μέσα, αυτοί έφευγαν. Χα, φλώροι.

Κι αφού τα ξεκαθαρίσαμε, πάμε: Κακές Ιδέες, λοιπόν, του Διονύση Ατζαράκη και του Θωμά Ζάμπρα. Η διαβόητη «Σειρά»- που μπροστά της το Γιοφύρι της Άρτας μοιάζει με Lego τεσσάρων τουβλ… τουλβ… τουβλακίων; κομματιών για μωράκια έως 2 ετών- έκανε, επιτέλους, το τηλεοπτικό της ντεμπούτο στην Cosmote TV, θρυμματίζοντας τον μύθο που έλεγε πως δύο πράγματα δε θα δούμε ποτέ στη ζωή μας: ορθογραφημένο ψηφοφόρο της Χρυσής Αυγής και τη σειρά των Ζάμπρα-Ατζαράκη.

Κε, ρε συς, δεν ξαίρουμε πώς σας φάνικε αλά εμάς μας άρεζε πολί. Πάρα πολί. Εγέρθητω να σας εξηγήσουμε τους λόγους: κατ’ αρχάς μιλάμε για κωμωδία. Συνδυασμένη με δράση, ναι, αλλά κωμωδία. Ένα είδος το οποίο για κάποιον ανεξήγητο λόγο προκαλεί μη αναστρέψιμη αλλεργία στα κανάλια και το αποφεύγουν όπως ο Τσάλοφ το γκολ.

Φυσικά, όσοι είστε εξοικειωμένοι με το χιούμορ τους καταλαβαίνετε πως μιλάμε για κάτι που παραπέμπει ευθέως σε “Naked Gun” και “Airplane!”- αυτό το υπέροχα καμένο, «άβολο», πολλές φορές, χιούμορ που βρίσκει τα εγκεφαλικά σου κύτταρα και στα τηγανίζει σαν άλλος Άντονι Χόπκινς όταν έχει μπροστά του τον Ρέι Λιότα στο “Hannibal”. Τροφή για σκέψη.

Η ιστορία του δύσμοιρου (;) Αλέξη- που, αίφνης, βρίσκεται να τον κυνηγάει η Μαφία, την στιγμή, μάλιστα, που στα προσωπικά του δε διάγει και τις ευτυχέστερες μέρες του (μέτριες, στην καλύτερη των περιπτώσεων, σχέσεις με την οικογένειά του, θέλει μια κοπέλα που οριακά αγνοεί την ύπαρξή του, δεν μπορεί καν να παραγγείλει καφέ στην καφετέρια επειδή τελείωσε κ.α.)- ξεδιπλώνεται με μια σειρά από απολαυστικά γκανγκ που μας οδηγούν στο τέλος του πρώτου επεισοδίου ν’ αγωνιούμε για το δεύτερο.

Στο μεσοδιάστημα έχουμε δει τον Ατζαράκη να σκαρφαλώνει σε γέφυρες, τον Ζάμπρα να «βγάζει» γέλιο καταβάλλοντας την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια, τον Μουτσινά να παραβιάζει τον κανόνα «Όχι μάνες!», την Συνατσάκη να κάνει, κυριολεκτικά, τα πάντα στο γραφείο, τον Αλευρά να υποδύεται απολαυστικά τον κακό, τον Μποστατζόγλου να συντάσσει κρίσιμες αναφορές με την Κρεμλίδου, την Καβογιάννη να φτιάχνει το αρτιότερο SMILE στα χρονικά και…και… και. Πολλά θετικά και.

Το καταλαβαίνουμε: θ’ αναρωτηθεί κανείς “Κάτσε ρε Menshouse, δηλαδή δεν έχει τίποτα αρνητικό η σειρά; Θέλεις να μας πεις ότι εκείνη η μεταφορά των 500 ευρώ μέσω IRIS στον λογαριασμό σου στις 20/9 από τον Dionisios Atzarakis με τη σημείωση «Παιδιά γράψτε τίποτα θετικό για το πρώτο επεισόδιο κι από μας ό,τι θέλετε» ήταν επί τούτου;”.

Όχι, είπαμε: δεν εξαγοραζόμαστε τόσο εύκολα. Εκκρεμεί ακόμη η μεταφορά άλλων 500 από Thomas Zambras και τότε ίσως η αντικειμενικότητά μας να δεχτεί ένα ισχυρό πλήγμα.

Θα πούμε, λοιπόν, ότι στα πρώτα λεπτά ο ήχος είχε ελαφρώς τα θέματά του, ενώ καταλαβαίνουμε πως σε κάποιους αυτή η λογική των αλλεπάλληλων σκετς με τον βομβαρδισμό αστείων μπορεί να φαίνεται ξένη.

Ωστόσο, ας είμαστε σοβαροί: και ο Διονύσης και ο Θωμάς είναι Έλληνες. Τι μας τσαμπουνάτε;

Η σκηνοθεσία είναι υπέρ το δέον ικανοποιητική, το μοντάζ του Μάνου Ατζαράκη αδερφικά καταπληκτικό, η εικόνα πραγματικά αψεγάδιαστη σε όλες τις σκηνές, η φωτογραφία το ίδιο (οπτική απόλαυση η επίσκεψη στο frozenyogurtάδικο του Φισφή), το καστ κάνει σύσσωμο εξαιρετική δουλειά, η μουσική- πάντα σ’ ένα καμένο πλαίσιο που θα ζήλευε ακόμη και ο Πάνος- δένει αρμονικά με τα όσα διαδραματίζονται επί της οθόνης και το στόρι σου κινεί την περιέργεια για το τρόπο που θα ξεδιπλωθεί η συνέχεια.

Πώς θα βρει ο Αλέξης τις 120.000 ευρώ; Κλέφτης θα γίνει;

Χμ, δεν είναι κακή ιδέα…

Ξέρετε τι είχε πει κάποτε ο ανυπέρβλητος Αλμπέρ Καμύ; «Je voudrais en croissant au Nutella». Αυτό ένα πρωινό που περπατούσε πεινασμένος στο Παρίσι.

Μία άλλη φορά, ωστόσο, είχε πει πως το να δημιουργείς είναι σα να ζεις δυο φορές.

Κάτι μας λέει πως Ατζαράκης και Ζάμπρας στο τέλος των «Κακών Ιδεών» θα έχουν ζήσει περισσότερο κι από εφτάψυχες γάτες.

Γιατί; Πολύ απλά γιατί δημιούργησαν κάτι ξεχωριστό, αστείο, υπέροχο.

Μη μας ρωτάτε πώς τα κατάφεραν: κάτι έχει να κάνει με το ταλέντο.

Το ταλέντο τους κι εκείνη τη δύσκολη λέξη που έγραψε το ChatGPT.