Από το πρώτο κιόλας πλάνο, με το σήμα του Netflix συντροφιά, το Black Rabbit σου αποκαλύπτει τις προθέσεις του. Δεν θα σου κρύψει τίποτα, θα σε φέρει αντιμέτωπο με το σκοτάδι. Μόνος στο μπάνιο του νεοϋορκέζικου εστιατορίου-μπαρ του, επενδυμένο με μια ταπετσαρία που χοροπηδάνε μαύρα λαγουδάκια, ο Τζουντ Λο ως Τζέικ Φρίντκεν, ρίχνει νερό στο πρόσωπό του. Για να «ξεπλύνει» το άγχος, την πίεση. Και για να φορέσει τη μάσκα του cool ιδιοκτήτη. Με το που βγαίνει έξω, στον κόσμο, είναι (σαν) άλλος άνθρωπος. Χαμογελαστός, αεράτος, ένας γεμάτος αυτοπεποίθηση οικοδεσπότης. Έχει πάρτι απόψε…
Μόνο που 2 απρόσκλητοι καλεσμένοι θα βρεθούν στο χώρο χωρίς την παραμικρή διάθεση να διασκεδάσουν. Είναι ληστές, που γνωρίζουν (πώς; Θα το μάθουμε σταδιακά) ότι υπάρχει μπόλικο «χρυσαφικό» για συνδυαστικό του happening. Έλα όμως το σχέδιο τους δεν πάει όπως το είχαν προβλέψει και λίγο μετά βγαίνουν τα «σιδερικά» μπροστά σε εκατοντάδες ανθρώπους…

Το flash back που ακολουθεί αμέσως μετά, μας γυρίζει 1 μήνα πίσω από εκείνη τη μοιραία βραδιά. Ρίχνοντας τους τόνους μετά το «τσίτα γκάζια» της αρχής. Χρειάζεται. Για να δούμε πώς φτάσαμε ως εκεί, τι μεσολάβησε. Για να γνωρίσουμε πρόσωπα και πράγματα. Εδώ το γκρο παν πηγαίνει στον αδελφό του Τζέικ. Τον «άσωτο» Βινς. Με χαίτη και μούσι τρομάζεις να καταλάβεις πως είναι ο Τζέισον Μπέιτμαν. Το αισθάνεσαι αμέσως, κάτι έχει πάει πολύ στραβά με τη ζωή του. Με αποτέλεσμα να έχει αναγκαστεί να φύγει πολύ μακριά από τη Νέα Υόρκη. Αλλά ούτε στο νέο του περιβάλλον τα πάει καλύτερα. Ένα θανατηφόρο επεισόδιο στο οποίο πρωταγωνιστεί, τον αναγκάζει να επιστρέψει άρον άρον στο σπίτι, μετά από 2 χρόνια απουσίας…
Τότε είναι που μαθαίνουμε περισσότερα γι’ αυτόν. Λόγω του εθισμού του στον (παράνομο) τζόγο, χρωστάει λεφτά σε συμμορία τοκογλύφων. Πολλά λεφτά (140.000 δολάρια). Και δεν τον έχουν ξεχάσει, το έχουν αυτό οι εγκληματίες ως χαρακτηριστικό, έτσι δεν είναι; Ο Βινς, πριν τον πάρει η κάτω βόλτα, ήταν ο εμπνευστής, η ψυχή του Black Rabbit. Με τον Τζέικ είχαν πάντα μια φουλ ιδιαίτερη σχέση. Πετυχημένος μπίζνεσμαν αυτός και πάνω στη φάση που ετοιμάζει το μεγάλο άλμα επιχειρηματικά, το τελευταίο που θέλει είναι να έχει ξανά στη ζωή του τον προβληματικό αδελφό του. Από την άλλη όμως, η αγάπη που νιώθει γι’ αυτόν είναι πραγματικά μεγάλη και αδυνατεί να τον κάνει πέρα. Άπαξ και καταλάβει πως χρειάζεται τη βοήθειά του, θα του την δώσει, απλόχερα. Με μισή καρδιά ναι, αλλά δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η εξέλιξη της ιστορίας είναι συγκλονιστική, με πολλές ανατροπές και σημεία που υποκλίνεσαι στο πώς τα σκέφτηκαν και τα ένωσαν. Με νέα πρόσωπα να κάνουν την εμφάνισή τους, όπως ο αρχιμαφιόζος που υποδύεται έξοχα ο Τρόι Κότσουρ, ο κωφός ηθοποιός που είχε πάρει το Όσκαρ για το Coda.

Το χαρακτήρισαν κάτι μεταξύ The Bear και Ozark το Black Rabbit και η σύνδεση, όντως, είναι εμφανής. Η τρέλα της κουζίνας ενός εστιατορίου ενώνεται με το οικογενειακό δράμα και την εγκληματικότητα. Χώρια ότι το δημιουργικό team είναι σύσσωμο σχεδόν αυτό του Ozark. Στην πράξη όμως, η φρέσκια μεγάλη επιτυχία του Netflix – για πάρτη της σειράς, γίνονται νέες συνδρομές – πατάει σε μια διαφορετική συνταγή. Που δεν είναι πρωτότυπη. Χωρίς αυτό να είναι απαραίτητα κακό. Θα σε κρατήσει στάνταρ, για να «καταναλώσεις» γρήγορα και με πάθος το ένα μετά το άλλο, 8 χορταστικά επεισόδια.
Πολλοί κριτικοί έκαναν παράπονα για την απουσία βάθους στην απόδοση των δεύτερων ρόλων, για εκνευριστικές ανεπάρκειες και ευκολίες του σεναρίου. Δεν συμφωνούμε, να μας συμπαθάνε. Τα βασικά είναι όλα «εκεί» και δεν πειράζει διόλου που Τζέισον Μπέιτμαν και Τζουντ Λο το μετατρέπουν σε… two men show. Δεν λέμε πως είναι αριστούργημα το Black Rabbit, μακριά από αυτό. Ούτε πως δεν θα μπορούσε να είναι καλύτερο – θα μπορούσε. Είναι, όμως, σχεδόν σίγουρο ότι αρέσει πολύ περισσότερο απ’ ότι απορρίπτεται. Γιατί η αισθητική του, η ατμόσφαιρα, η ένταση, οι εκπλήξεις και η πλοκή είναι της συνταγής που δύσκολα χάνει. Φρόντισε λοιπόν να έχεις αρκετό ελεύθερο χρόνο σαν αποφασίσεις να ξεκινήσεις τη θέαση στο Netflix. Πολύ δύσκολα θα αποφύγεις τον πειρασμό του «ένα επεισοδιάκι ακόμα, ένα…».
