Το μακρινό πλέον 2003, σε μια εποχή που το κορεάτικο «Old Boy» και εν γένει η λεγόμενη «τριλογία της εκδίκησης» του Παρκ Τσαν-γουκ δημιουργούσε όλο και περισσότερους οπαδούς ανά τον κόσμο, κυκλοφόρησε μια άλλη κορεάτικη ταινία που πέρασε στα ψιλά και βρέθηκε εξαρχής στη σκιά του «Old Boy» αλλά με τα χρόνια ανακαλύφθηκε από όλο και περισσότερο κόσμο με αποτέλεσμα να μετουσιωθεί σταδιακά σε ένα θριαμβευτικό cult classic. Ο λόγος για το τρελό και παλαβό «Save the Green Planet» του Τζανγκ Τζουν-γουάν.
Κεντρικός χαρακτήρας του «Save the Green Planet» είναι ένας ημίτρελος συνωμοσιολόγος, μελισσοκόμος στο επάγγελμα που πιστεύει πως το πρώην αφεντικό του είναι εξωγήινος που προσποιείται τον άνθρωπο ώστε να καταστρέψει τη Γη. Γι’ αυτό αποφασίζει να τον απαγάγει με σκοπό να προστατέψει τον πλανήτη. Και από τη στιγμή που το πετυχαίνει και μετά, η ιστορία παίρνει μια παρανοϊκή τροπή και το ένα αδιανόητο μετά το άλλο συμβαίνει προτού αυτό το φεστιβάλ τρέλας υπό μορφή ταινίας κορυφωθεί σε ένα φινάλε αληθινή τρολιά.
Η ταινία εκείνη πάντρευε με τρομερή ισορροπία το σινεμά τρόμου, το σινεμά φανταστικού, τη φαρσοκωμωδία, το κοινωνικό δράμα και το crime drama, υπήρχαν στιγμές ασύλληπτης καφρίλας αλλά και μεγάλης συγκίνησης, σημεία τρελού γέλιου και σημεία που το κλίμα σκοτείνιαζε απίστευτα και όλα αυτά μαζί συγκροτούσαν μια μεγάλη, διαχρονική αντιπολεμική αλληγορία που επί της ουσίας αναδείκνυε τον παραλογισμό των σύγχρονων κοινωνιών και την αναπόφευκτη γέννηση ανισόρροπων χαρακτήρων που η μοίρα τους διαφοροποιούνταν καθοριστικά από το ταξικό στρατόπεδο στο οποίο βρισκόντουσαν. Ήταν μια πολυδιάστατη σάτιρα που η αφήγησή της δομούταν με σπασμένα τα φρένα.
Αυτές τις μέρες παίζεται στις ελληνικές αίθουσες ένα αμερικάνικο ριμέικ αυτού του κινηματογραφικού κατορθώματος. Λέγεται «Bugonia» και αποτελεί την 9η ταινία του Γιώργου Λάνθιμου και τρίτη κατά σειρά με την Έμα Στόουν σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Πρόκειται για μια μάλλον ανάλαφρη μαύρη κωμωδία που θα μπορούσε να είναι και πρωτότυπη αν δεν υπήρχε η κορεάτικη εκδοχή της. Διότι στην πραγματικότητα η λανθιμική αυτή εκδοχή του «Save the Green Planet» περισσότερο αφαιρεί το βάρος του πρωτότυπου κειμένου παρά το ενισχύει ή το συντηρεί διαφοροποιημένο.
Πρόκειται βέβαια για μια ταινία που βλέπεται με πολύ μεγάλη ευκολία και με ορισμένες σεκάνς στις οποίες το σκηνοθετικό ταλέντο του Λάνθιμου κάνει μπαμ. Επίσης, οι ερμηνείες και το γράψιμο των χαρακτήρων και ειδικά των δυο βασικών, δηλαδή του Τζέσε Πλέμονς στον ρόλο του ημίτρελου συνωμοσιολόγου και της Έμα Στόουν ως απαχθείσας εκατομμυριούχου που ο απαγωγέας της πιστεύει πως είναι εξωγήινη, χαρίζουν ορισμένες απολαυστικές στιγμές. Και… μέχρι εκεί.
Ο Λάνθιμος μεταφέρει το κέντρο βάρους των συνδηλώσεών της ιστορίας του στο ζήτημα της… ψέκας που αποτελεί ένα σύγχρονο, παγκόσμιο φαινόμενο αλλά ο σχολιασμός του είναι επιδερμικός. Και δεν θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω εφόσον με ορισμένες παρενθέσεις δημιουργικής και υποκριτικής ευστροφίας, η ταινία του είναι μια μάλλον διεκπαιρεωτική μεταφορά του κορεάτικου πρωτότυπου κειμένου και ταυτόχρονα, αρκετά πιο δειλή από αυτό αφού, σε μια πλήρη αναντιστοιχία με τα διακυβεύματα της εποχής, εδώ ο αντιπολεμικός σχολιασμός απουσιάζει απελπιστικά.
Εν τέλει, το «Bugonia» θα σε κάνει να περάσεις καλά χωρίς επ’ ουδενί να αγγίζει το βάθος των πρώιμων δημιουργιών του Λάνθιμου. Και αυτό αν δεν έχεις δει το κορεάτικο πρωτότυπο φιλμ. Διότι αν το έχεις δει, οι αναπόφευκτες συγκρίσεις θα σου προκαλέσουν μια μικρη απογοήτευση. Δεν πρόκειται φυσικά για την απαρχή της απομάκρυνσης του Λάνθιμου από την ιδιαίτερη ματιά του, που τον καθιέρωσε κάποτε ως έναν από τους πιο ενδιαφέροντες δημιουργούς των καιρών μας: αυτή ξεκίνησε μάλλον με το «The Favourite» και συνεχίζεται εδώ για 4η διαδοχική ταινία. Και μάλλον εδώ, αυτή η διαδικασία απομάκρυνσης βρίσκει το ταβάνι της: έχουμε να κάνουμε με την πιο «αμερικάνικη» ταινία του Λάνθιμο. Αναπόφευκτα, ένα «κρίμα» βγαίνει από τα χείλη μας…