Τελειώνει και το σκέφτεσαι για μέρες: Το Cinobo φιλοξενεί το απόλυτο ευρωπαϊκό αριστούργημα (Vid)

Από τις ταινίες που σε αλλάζουν για πάντα.

Υπάρχουν ταινίες που όσο παλιά και αν τις δεις, όσα χρόνια και αν κάνεις να επιστρέψεις σε αυτές, πάντα τις κουβαλάς μαζί σου, ανά τακτά χρονικά διαστήματα επιστρέφουν στο μυαλό σου και κάτι σε ωθεί να επιστρέφεις σε αυτές με την πρώτη ευκαιρία. Διότι όσα χρόνια και αν πέρασαν από την πρώτη φορά που τις είδες όχι απλά δεν μοιάζουν να έχουν γεράσει αλλά αντίθετα, ωριμάζουν μαζί με το νόημά τους όσο έχεις ωριμάσει εσύ αντίστοιχα στο καιρό που έκανες να τις δεις.

Το «Οι ζωές των άλλων», μια από τις ομορφότερες ταινίες των 00s, συγκαταλέγεται με χαρακτηριστική άνεση σε αυτή την κατηγορία. Είναι μια ταινία που δεν αστειεύεται και το δηλώνει από τον τίτλο της: μετά απλά στο αποδεικνύει με χειρουργική ακρίβεια. Τοποθετημένη στο Ανατολικό Βερολίνο του ’80, στήνει έναν κόσμο όπου η ιδιωτικότητα είναι ανέκδοτο και η παρακολούθηση καθημερινή ρουτίνα. Ωστόσο δεν ενδιαφέρεται τόσο για το καθεστώς όσο για τους ανθρώπους που το υπηρετούν και κυρίως για εκείνους που το καθεστώς αρχίζει να ραγίζει μέσα τους προτού εν τέλει ραγίσει και στον κανονικό κόσμο.

Ο Γκερντ Βίσλερ, πράκτορας της Στάζι, είναι το τέλειο γρανάζι ενός αυταρχικού μηχανισμού. Πειθαρχημένος, άτεγκτος, σχεδόν ασκητικός. Παρακολουθεί ζωές από ακουστικά, καταγράφει αναπνοές, συμπεριφορές, βλέμματα, διαθέσεις. Και κάπου εκεί, μέσα στη σιωπή των άλλων, αρχίζει να ακούει τη δική του. Η ταινία δεν του χαρίζεται. Δεν τον εξαγνίζει εύκολα, δεν του δίνει φτηνές δικαιολογίες. Απλώς τον αφήνει να εκτεθεί στο πιο επικίνδυνο πράγμα για ένα ολοκληρωτικό σύστημα: την τέχνη και την ανθρώπινη τρυφερότητα.

Η σκηνοθεσία είναι υπόδειγμα λιτότητας, δεν υπάρχει ίποτα περιττό, τίποτα κραυγαλέο. Οι χώροι είναι ψυχροί, οι χρωματισμοί θαμποί σαν να ξεθώρισαν με την ίδια την ελευθερία που λείπει από τις ζωές των πρωταγωνιστών. Και μέσα σε αυτό το αυστηρό πλαίσιο, κάθε μικρή συναισθηματική ρωγμή μοιάζει τεράστια. Ένα βλέμμα που αργεί, ένα χέρι που διστάζει, μια μουσική που ακούγεται από διπλανό διαμέρισμα και αλλάζει τα πάντα.

Αυτό που κάνει το «Οι ζωές των άλλων» να ξεχωρίζει δεν είναι το πολιτικό της σχόλιο, αυτό το έχουμε ξαναδεί. Είναι η επιμονή της στο ηθικό τίμημα. Στο τι σημαίνει να βλέπεις χωρίς να φαίνεσαι. Να ξέρεις χωρίς να συμμετέχεις. Και τελικά, να συνειδητοποιείς ότι η ουδετερότητα είναι δεν είναι μια βολική απουσία επιλογής αλλά μάλλον η πιο βολική επιλογή. Δεν πρόκειται για μια ταινία με εύκολους συναισθηματισμούς ή βαριές ατάκες. Η αξία της ξεδιπλώνεται περίτρανα μετά τους τίτλους τέλους, όταν μένεις στον καναπέ και σκέφτεσαι πόσες φορές έχεις και εσύ παρακολουθήσει αντί να πράξεις. Και κάπως έτσι, χωρίς να στο υποδείξει, σε κάνει λίγο πιο υπεύθυνο απέναντι στον εαυτό σου.

Αν δεν την έχεις δει ή αν έχεις χρόνια να επιστρέψεις σε αυτήν, είναι η κατάλληλη στιγμή. Στο Cinobo, εκεί που τέτοιες ταινίες βρίσκουν το φυσικό τους περιβάλλον, «Οι ζωές των άλλων» περιμένουν όχι για να διασκεδάσουν, αλλά για να υπενθυμίσουν ότι ο κινηματογράφος μπορεί ακόμα να μιλά χαμηλόφωνα και να λέει τα πιο δυνατά πράγματα.