Η καλή τηλεόραση δεν χάνεται: Οι 3 κορυφαίες σειρές της χρονιάς σύμφωνα με τους New York Times

Έργα που θυμίζουν γιατί η τηλεόραση παραμένει ισχυρό αφηγηματικό μέσο

Σε μια εποχή όπου η τηλεόραση καταναλώνεται περισσότερο ως συνήθεια παρά ως εμπειρία, η αίσθηση ότι «δεν υπάρχει πια τίποτα καινούριο να δεις» αποκτά όλο και περισσότερους θιασώτες. Οι πλατφόρμες πολλαπλασιάζονται, οι τίτλοι αυξάνονται, αλλά η ουσία συχνά χάνεται μέσα σε αλγοριθμικές προτάσεις και αμφιβόλου ποιότητας «συνταγές».

Κι όμως, μέσα στο γενικό κορεσμό, κάποιες σειρές δεν διεκδικούν απλώς την προσοχή, αλλά κερδίζουν το ενδιαφέρον επειδή έχουν ουσιαστικό λόγο ύπαρξης.

Οι New York Times, στον ετήσιο απολογισμό τους, εστίασαν ακριβώς σε αυτές τις εξαιρέσεις. Δουλειές που αντιστέκονται στην ισοπέδωση και θυμίζουν γιατί η τηλεόραση παραμένει ισχυρό αφηγηματικό μέσο.

Από τη λίστα τους, τρεις σειρές ξεχώρισαν για τη θεματική τόλμη, τη σκηνοθετική ταυτότητα και την ικανότητά τους να συνδέονται ουσιαστικά με τη σύγχρονη πραγματικότητα.

Το Pluribus σηματοδοτεί μια σαφή απομάκρυνση του Vince Gilligan από τη γνώριμη, «εκρηκτική» δραματουργία του παρελθόντος. Εδώ, η δυστυχία δεν είναι αποτέλεσμα τραγικών επιλογών, αλλά κοινωνικό σύμπτωμα. Η Carol, χαρακτηρισμένη ως «ο πιο δυστυχισμένος άνθρωπος στη Γη», ζει σε έναν κόσμο όπου η ευτυχία αντιμετωπίζεται ως υποχρέωση και κάθε απόκλιση θεωρείται πρόβλημα προς διόρθωση.

Η σειρά εξελίσσεται με αργούς ρυθμούς, σχεδόν εσκεμμένα αντιτηλεοπτικούς, δίνοντας χώρο στο βλέμμα, στη σιωπή και στην αμηχανία. Ο Gilligan χρησιμοποιεί στοιχεία επιστημονικής φαντασίας και σάτιρας όχι για εντυπωσιασμό, αλλά για να σχολιάσει μια κοινωνία που φοβάται οτιδήποτε δεν μπορεί να μετρηθεί ή να «βελτιστοποιηθεί». Το αποτέλεσμα είναι ένα σκοτεινό, στοχαστικό έργο που περισσότερο παρατηρεί παρά εξηγεί.

Στο The Lowdown, το βάρος πέφτει αλλού: στο μυστήριο ως μέσο αποκάλυψης χαρακτήρων και τόπων. Ο Ethan Hawke ενσαρκώνει έναν μοναχικό βιβλιοπώλη, με μια σχεδόν μυθική παρουσία, που παρασύρεται σε μια έρευνα χωρίς ξεκάθαρο στόχο. Υπό τη δημιουργική καθοδήγηση του Sterlin Harjo, η σειρά χτίζει έναν κόσμο όπου οι ιστορίες κυκλοφορούν στόμα με στόμα και η αλήθεια είναι πάντα σχετική.

Το neo-noir ύφος δεν στηρίζεται σε σκοτεινές γωνίες και βροχερούς δρόμους, αλλά σε πρόσωπα, μνήμες και συλλογικά τραύματα. Το The Lowdown ενδιαφέρεται λιγότερο για τη λύση του γρίφου και περισσότερο για το τι αποκαλύπτεται στη διαδρομή.

Το Dying for Sex κλείνει αυτή την τριάδα με έναν εντελώς διαφορετικό τόνο. Βασισμένη σε αληθινή ιστορία και στο ομώνυμο podcast, η σειρά ακολουθεί τη Molly, η οποία, μετά τη διάγνωση μεταστατικού καρκίνου, αποφασίζει να επαναπροσδιορίσει τις επιθυμίες και τα όριά της. Χωρίς εξιδανικεύσεις και χωρίς εύκολα δάκρυα, το Dying for Sex μιλά για το σώμα, τον φόβο, την απόλαυση και τη φιλία με σπάνια ειλικρίνεια. Το χιούμορ λειτουργεί ως εργαλείο επιβίωσης και όχι ως άμυνα, ενώ η αφήγηση παραμένει γειωμένη, ανθρώπινη και συχνά άβολη, όπως ακριβώς και η ζωή.

Αν κάτι αποδεικνύουν αυτές οι επιλογές, είναι ότι η καλή τηλεόραση δεν έχει εξαφανιστεί. Απλώς δεν βρίσκεται πάντα εκεί όπου μας δείχνει πρώτα ο αλγόριθμος.