Ακριβώς 45 χρόνια μετά την πρεμιέρα της ταινίας «Νονός» μάλλον δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει γίνει γνωστό για τις λεπτομέρειες ή τους μύθους που τη συνοδεύουν. Για όλα εκείνα τα συστατικά που μπήκαν μπροστά από το φακό του σκηνοθέτη και δημιούργησαν το φιλμ με τη μεγαλύτερη αναγνώριση από τον κόσμο στην ιστορία του σινεμά.
Αν και δεύτερο σχεδόν σε κάθε επίσημη ή ανεπίσημη λίστα (συνήθως πίσω από τον Πολίτη Κέιν), το δημιούργημα του Φράνσις Φορντ Κόπολα αποτελεί ένα αριστούργημα, το οποίο μπορεί κινηματογραφικά ή εικαστικά να υπολείπεται άλλων, αλλά στη συνείδηση των θεατών παραμένει αιώνια στην κορυφή. Σαν την εθνική Ολλανδίας του ’74 που δεν κέρδισε έναν τίτλο, αλλά κανείς δεν αμφισβητεί πως παρά τις ατέλειές της, κατάφερε να αλλάξει την κουλτούρα του αθλήματος. Όπως ο «Νονός» άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο κοιτάζουμε τη μεγάλη οθόνη.
Ένα μέλος της Μαφίας (λέξη που δεν ακούγεται ούτε μία φορά στην ταινία) μετά από χρόνια είπε πως επρόκειτο για το φιλμ που περιγράφει καλύτερα από οποιαδήποτε άλλο τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο κόσμος. Αυτός ο ρεαλισμός υπήρξε και το δεύτερος σπουδαιότερος λόγος που την κατατάσσει τόσο ψηλά. Ακόμη κι αυτός, όμως, οφείλεται στον… πρώτη και βασικότερη αιτία της επιτυχίας της. Την επιλογή του Κόπολα ως σκηνοθέτη.
Μόλις 31 ετών τότε, ο με ιταλικές ρίζες δημιουργός αποτέλεσε το παράδειγμα που θα όφειλε να ακολουθεί κάθε μορφής ηγέτης, όχι μόνο στο σινεμά, αλλά οπουδήποτε. Πιέζοντας μέχρι… θανάτου τους παραγωγούς προκειμένου να περάσει το… δικό του σε θέματα που ένιωθε πως αυτός έπρεπε να έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και κάνοντας ένα βήμα πίσω στις περιπτώσεις που αντιλαμβανόταν ότι κάποιος άλλος γνώριζε καλύτερα από τον ίδιο το πώς θα γινόταν καλύτερα η δουλειά.
Κάπως έτσι ενώ προτιμήθηκε αντί των πολύ γνωστότερων εκείνη την εποχή Σέρτζιο Λεόνε και Κώστα Γαβρά, αποδεχόμενος μικρότερη αμοιβή και μπάτζετ, δεν δίστασε να απειλήσει πως θα τινάξει την παραγωγή στον αέρα εάν δεν διπλασιάζονταν οι διαθέσιμοι πόροι για την ταινία. Τα 2,5 εκατ. δολάρια έγιναν περίπου 6, αλλά τα κάτι λιγότερο από 300 που ήρθαν όταν προβλήθηκε το φιλμ απέδειξαν πως η εταιρεία ίσως θα έπραττε το μεγαλύτερο δυνατό σφάλμα της ιστορίας της αν του έλεγε όχι.
Ίσως η καθοριστικότερη συμβολή του να υπήρξε το πείσμα του να πάρει ο Μάρλον Μπράντο το ρόλο του Βίτο Κορλεόνε. Η Paramount προτιμούσε κάποιον σαν τον Τζορτζ Σκοτ ή τον Άντονι Κουΐν, αλλά ο σκηνοθέτης επέμεινε ως το τέλος. Μέχρι το σημείο που ο Μπράντο καταδέχτηκε να κάνει δοκιμαστικό… Πάνω στο πλατό, όμως, ο Κόπολα ήξερε πως ο -δύστροπος και με αδυναμία να θυμηθεί και τα λόγια του κάποιες φορές- ηθοποιός ήταν το «αφεντικό». Όπως ο Κρόιφ στο γήπεδο. Φαντάζεσαι να μην τον έβαζε ο Μίχελς επειδή κάπνιζε;
Απολαμβάνοντας αυτήν την πρωτόγνωρη ελευθερία, τελικά έβαλε πινελιές σε σκηνές που έμειναν μυθικές. Όπως η γάτα που περιφερόταν στο στούντιο κι έγινε πρωταγωνίστρια από το πουθενά ή ο θάνατός του, του οποίου το γύρισμα ήταν αποκλειστικά δικός του αυτοσχεδιασμός.
Πέρα από την καθοριστική συμβολή του σε ό,τι αφορά το κάστινγκ και τη συμμετοχή του Πατσίνο, ο Κόπολα έκανε την κίνηση ματ δουλεύοντας το σενάριο σε συνεργασία με τον συγγραφέα του ομώνυμου best seller, Μάριο Πούτσο. Δεν έφτιαξε μια γκανγκστερική ταινία. Ούτε καν μια ταινία που αφηγείται την ζωή των γκάνγκστερς στην Αμερική.
Έφτιαξε ένα επικών διαστάσεων δράμα που αφορά τον ανθρώπινο χαρακτήρα και την αντίληψη του χρέους, της ευθύνης και του πεπρωμένου. Αναμφισβήτητα υπάρχουν ξεκάθαροι καλοί και κακοί στην υπόθεση. Κανείς όμως δεν είναι αναμάρτητος. Όλοι καλούνται μονίμως να ζήσουν με τις πράξεις και τις αποφάσεις τους, διότι παίζουν ένα ρόλο που υπερβαίνει τον εαυτό τους. Βρίσκονται εκεί για κάποιο λόγο και είτε είναι υποχρεωμένοι να συμβαδίσουν με τα όρια και τις προϋποθέσεις του παιχνιδιού είτε να αλλάξουν τους κανόνες του.
Το 1972 δεν υπήρχαν τα κινηματογραφικά μέσα που έχουν στη διάθεσή τους οι σημερινοί παραγωγοί. Ούτε τα ειδικά εφέ που κάνουν σήμερα σκηνές του Νονού να μοιάζουν και να είναι ψεύτικες. Ωστόσο ο Κόπολα αρνήθηκε να βασίσει την ταινία του στον οπτικό εντυπωσιασμό και να την γεμίσει με πιστολίδια, μπουμπουνητά κι εκρήξεις. Υποβοηθούμενος από την επιβλητική μουσική Νίνο Ρότα, μοιάζει να έχει δώσει σε κάθε σκηνή την τέλεια χρονική διάρκεια.
Μέχρι ο θεατής να αντιληφθεί την σημασία και την βαρύτητα του τι βλέπει. Ώσπου να αξιολογήσει τα δεδομένα και να σχηματίσει ακόμη καλύτερη εικόνα για τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών. Μέχρι να είναι σε θέση να ξεχωρίσει πως ακόμη κι έτσι, πολλά πράγματα δεν είναι προσωπικά, αλλά απλά μπίζνες. Όμως τις μπίζνες τις κάνουν άνθρωποι που θα πρέπει να μάθουν να επιλέγουν, να ελέγχουν, να ζυγίζουν και τελικά να προχωρούν προς εκείνο που θεωρούν πεπρωμένο τους.