Όπως και η πρώτη ταινία έτσι και η συνέχεια της έχει φανατικούς θαυμαστές και αρκετούς που αρνούνται καν να την κατατάξουν στις ταινίες τρόμου. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, όσο κλισέ και αν ακούγεται αυτό.
Το γνωστό μας ζευγάρι ερευνητών μεταφυσικών και παραφυσικών φαινομένων Lorraine Ed Warren, βρίσκεται για ακόμα μια φορά σε αποστολή της εκκλησίας, αυτή τη φορά στο Λονδίνο όπου η οικογένεια Hodgson, (καμία σχέση με τον γνωστό μη επιτυχημένο προπονητή της εθνικής Αγγλίας) έχει γίνει μάρτυρας παραφυσικών γεγονότων μέσα στο σπίτι της.
Η βασική πλοκή της ταινίας τοποθετείται στα 1977, τρία χρόνια μετά τους φόνους στο Amityville. Δύο χρόνια μετά τους φόνους, το 1976, το ζεύγος Warren ερευνά το σπίτι στο Amityville για να βρει αν πράγματι οι φόνοι οφείλονταν σε μια δαιμονική παρουσία που έλεγχε τον πατέρα της οικογένειας. Στην προσπάθεια της να επικοινωνήσει με κάποιο πνεύμα, η Lorraine βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα πνεύμα ντυμένο καθολική καλόγρια. Σε μια επόμενη επαφή της, ένα χρόνο πριν ταξιδέψει στο Λονδίνο θα δει τον Ed να σκοτώνεται με φρικιαστικό τρόπο.
Όταν φτάσουν στο Λονδίνο έναν χρόνο αργότερα, για ακόμα μια φορά σε ταινία του Γουάν, ο βασικός μάρτυρας και θύμα του δαίμονα, που κόβει βόλτες στο σπίτι των Hodgon, είναι μία από τις κόρες της οικογένειας. Ως εδώ μπορούμε να γράψουμε χωρίς να σποϊλάρουμε τη βασική πλοκή της ταινίας. Ας αφήσουμε το τρέιλερ να κάνει αυτή τη δουλειά.
Ο Γουάν ακολουθεί την ίδια συνταγή με όλες τις ταινίες του που στηρίζονται σε jump scares. Τα γεγονότα λαμβάνουν χώρα σε ένα κλειστό και ελεγχόμενο χώρο ενός σπιτιού, θύματα είναι τα παιδιά μιας πολυμελούς οικογένειας που έχει πρόσφατα μετακομίσει σε αυτό το σπίτι και εικαστικά οι δαίμονες μοιάζουν με τους περισσότερους από αυτούς που χρησιμοποιούν οι ταινίες τρόμου τα τελευταία χρόνια. Έντονο μακιγιάζ, χρωματιστοί φακοί επαφής, κοφτερά δόντια και μεγάλο άνοιγμα του στόματος συνοδευόμενο από απόκοσμες κραυγές στις στιγμές των «επιθέσεων» τους.
Σκηνοθετικά μην περιμένετε τίποτα διαφορετικό από τα Insidious και το πρώτο Conjuring. Η ατμόσφαιρα είναι άρτια, τα jump scares αν και προβλέψιμα ακολουθούν τη ροή και το ξεδίπλωμα της ιστορίας και οι δυο πρωταγωνιστές είναι όσο καλοί πρέπει. Βέβαια επειδή έχω μια ιδιαίτερη αδυναμία στη Βέρα Φαρμίγκα (ααααχ Βέρα), ακόμα και να κοιμόταν σε όλη την ταινία (που σε αρκετά σημεία φαίνεται ότι το κάνει) εμένα θα μου άρεσε. Ο Γουίλσον, ο αγαπημένος πρωταγωνιστής του Γουάν, πιάνει πάντα τον μέσο όρο προβιβασμού στην επόμενη τάξη, χωρίς να δυσκολεύεται ιδιαίτερα.
Είναι ένα αριστούργημα; Όχι βέβαια. Είναι η ταινία αναφοράς στη φιλμογραφία του Γουάν; Φυσικά όχι. Είναι απόλυτα τρομακτική; Αν μπαίνεις πρώτη φορά σε σινεμά και είναι η πρώτη σου ταινία τρόμου θα τρομάξεις. Εάν τις έχεις φάει με το κουτάλι πιο πολύ θα σε ευχαριστήσει η ερμηνεία της μικρής πρωταγωνίστριας, η γενικότερη ατμόσφαιρα και λιγότερο το σύνολο των σκηνών τρόμου. Το σενάριο και οι χαρακτήρες έχουν τρύπες; Καλά, δεν έχεις δει άλλες ταινίες του Γουάν; Φυσικά και έχουν. Θα υπάρξουν φορές που θα χτυπιέσαι για την αναληθοφάνεια ενός άντρα 120 και βάλε κιλών να μην μπορεί να σπάσει μια αστεία κλειδαριά παλιάς πόρτας υπογείου για να μπει και αντ’ αυτού να χτυπάει σιγά σιγά το ξύλο της προσπαθώντας να ανοίξει χώρο για να περάσει. Την ίδια ώρα μέσα στο σπίτι να γίνονται όργια. Αλλά αυτός εκεί, εργάτης, μία ώρα για κάθε χτύπημα με το τσεκούρι. Που αν έπαιρνε φόρα και έπεφτε στην πόρτα την είχε ρίξει. Μαζί με τα θεμέλια του σπιτιού. Μπορεί να έπεφτε και πάνω στον δαίμονα και να τον έλιωνε. Αλλά αυτές είναι οι μικρές στιγμές μηδενισμού της λογικής σε σενάρια τέτοιων ταινιών που μας κάνει να τα συζητάμε, να βρίζουμε και να πετάμε το ποπ κορν στην οθόνη.
Το σίγουρο είναι ότι δύσκολα θα βρεθεί κάποιος να πει ότι η ταινία ήταν για πέταμα. Μέτρια ίσως, βαρετή μπορεί, σα να βλέπεις το πρώτο Conjuring με αγγλικές προφορές ίσως. Κακοφτιαγμένη ή φτιαγμένη στο πόδι σε ένα Σ/Κ οπωσδήποτε όχι. Σε μεγάλες παρέες εύκολα φοβούμενων θεατών θα κάνει εξαιρετική εντύπωση. Δύο και πλέον ώρες που θα ευχαριστήσουν τους φαν των ταινιών τρόμου του Γουάν, χωρίς όμως να έχουν δει κάτι διαφορετικό από αυτόν. Ούτε στο επίπεδο σκηνοθεσία, ούτε στην ατμόσφαιρα, ούτε στις σεναριακές ανατροπές, που μεταξύ μας, αυτό ήταν το ατού των ταινιών του πάντα.
Είπαμε ότι η ταινία βασίζεται σε αληθινά γεγονότα; Είπαμε ότι το «βασίζεται» είναι τόσο μακριά από την κυριολεκτική έννοια της λέξης όσο και η πίτσα από τη λέξη δίαιτα; Όχι; Ε το λέμε τώρα στο τέλος. Καπέλο μας.