Απλά στέκεται και κοιτάζει τον πέτρινο τοίχο. Αρνείται εδώ και πολλή ώρα να γυρίσει προς το μέρος μας, παρά το γεγονός πως του φωνάζουμε. Ο τοίχος μοιάζει να του ασκεί μια περίεργη έλξη και δε δείχνει ν’ αντιδρά σ’ εξωτερικά ερεθίσματα.
Να πάρει, είναι πολύ περίεργο- το όλο σκηνικό, τα πάντα είναι πολύ περίεργα: κατ’ αρχάς, η ώρα είναι 11 το πρωί και παντού γύρω μας υπάρχει σκοτάδι. Γιατί στο καλό συμβαίνει αυτό; Δεν είμαστε στην Ανταρκτική και την πολική περίοδο, οπότε τι γίνεται;
Κατά δεύτερον, ακούμε συνέχεια αυτούς τους περίεργους θορύβους παντού γύρω μας και βλέπουμε ασυνήθιστα ξύλινα ομοιώματα ανθρώπων να κρέμονται παντού στα δέντρα. Κάτι δεν πάει καλά. Κάτι δεν πάει καθόλου καλά. Ίσως πρέπει απλώς να…
«Θέλω να σου πω μια ιστορία», ακούγεται μετά βίας ένας ψίθυρος.
Είναι ο άντρας, αυτός που στέκεται με τη πλάτη προς το μέρος μας. Δείχνει άκακος έτσι παραιτημένος και χωρίς καθόλου ζωή μέσα του, όμως αρνούμαστε να τον πλησιάσουμε. Μας τρομάζει η κλίση του σώματος του, έχει κάτι αφύσικο.
«Όλα ξεκίνησαν το 1999. Τότε, η Χέδερ ήρθε με τους φίλους της σ’ αυτό εδώ το ξεχασμένο από το Θεό μέρος, προκειμένου να ερευνήσει την υπόθεση της Μάγισσας που σύμφωνα με το θρύλο κατοικεί στο δάσος», συνέχισε ο άνδρας, ο οποίος εξέλαβε τη σιωπή μας ως συγκατάθεση για να πει περισσότερα. Η φωνή του θυμίζει τους ήχους που παράγει μια ξεκούρδιστη κιθάρα, όμως παραδόξως σε μαγνητίζει σαν μια διεστραμμένη εκδοχή της Σειρήνας.
«Φαντάζομαι πως όλοι ξέρετε πώς κατέληξε εκείνη η περιπέτεια- ποιος, αλήθεια, δεν έχει δει το “The Blair Witch Project”; Την ταινία που έκανε μόδα το “found footage”, δημιουργώντας ολόκληρη σχολή στο σύγχρονο σινεμά τρόμου (“Cloverfield”, “Rec”, “The Bay” κ.α.);
17 ολόκληρα χρόνια αργότερα, ο αδερφός της Χέδερ αδυνατεί ν’ αποδιώξει τις Ερινύες που του ψιθυρίζουν μανιωδώς στ’ αυτί πως η αδερφή του δεν έχει πεθάνει. Έτσι, όπως και στην πρώτη ταινία, συγκεντρώνεται μια ομάδα φίλων κι έρχεται σ’ αυτό το ίδιο δάσος ν’ ανακαλύψει δια ζώσης τι ακριβώς συμβαίνει.
Ο σκηνοθέτης Άνταμ Γουίνγκαρντ (ίσως τον γνωρίζετε από το “V/H/S” που γύρισε πριν από λίγα χρόνια) μένει πιστός στο πνεύμα του “The Blair Witch Project”: το «ταρακούνημα» στην κάμερα παραμένει, τα ελλειπτικά πλάνα είναι και πάλι εδώ, οι παράξενοι ήχοι και το άρρωστο περιβάλλον συνεχίζουν ν’ αγκαλιάζουν ανατριχιαστικά το θεατή όπως τότε, το 1999.
Φυσικά, τα πάντα έχουν εκσυγχρονιστεί: υπάρχουν τα drones, το GPS, τα smartphones. Στη θεωρία είναι αδύνατο γι’ αυτή την παρέα νεαρών να χαθεί. Όμως, μην υποτιμάτε τη δύναμη του δάσους.
Γιατί, ξέρετε, θα χαθούν. Θα τρέξουν, θα ουρλιάξουν, θα κοιτάξουν τον θάνατο κατάματα και θα περιμένουν μήπως τούτη τη φορά η Μάγισσα φανεί φιλεύσπλαχνη και χαμηλώσει οικειοθελώς το βλέμμα. Θα τρομάξουν και μαζί τους θα τρομάξετε κι εσείς.
Όμως, θα το κάνουν με τον τρόπο που επιτάσσει η εποχή των social media και τον 140 χαρακτήρων ανά tweet: εύκολα, γρήγορα, βιαστικά. Και, το κυριότερο, λάθος: εκεί που το “The Blair Witch Project” έκανε τους παλμούς σου ν’ αυξάνονται ολοένα και περισσότερο χωρίς, ουσιαστικά, να σου δείχνει τίποτα, παρά μονάχα με το να υπαινίσσεται πράγματα, εδώ βλέπεις περισσότερα απ’ όσα θέλεις (και απ’ όσα χρειάζεται) να δεις.
Η ιστορία μπορεί να μοιάζει με ακριβές αντίγραφο του πρωτότυπου, όμως γρήγορα διαπιστώνεις πως πρόκειται για κακέκτυπο και ότι η λογική του «εύκολου τινάγματος από την καρέκλα» έχει επικρατήσει πλήρως.
Μην περιμένεις να δεις κάτι καινοφανές όταν μπεις στην σκοτεινή αίθουσα όπως ο «Εξορκιστής» ή «Η Νύχτα των Ζωντανών Νεκρών». Αυτό το φιλμ δεν πηγαίνει έστω κι ένα βήμα μπροστά τις ταινίες τρόμου, παρά το γεγονός πως έλκει την καταγωγή του από έναν πολύ ισχυρό πρόγονο.
Είναι όσο καλοφτιαγμένο χρειάζεται για να κάνει τους σημερινούς εφήβους ν’ ανταλλάξουν δύο inbox στα οποία θα λένε «Είδα το Blair Witch. Ήταν cool», όμως μέχρι εκεί. Παρά τις επί μέρους σοκαριστικές σκηνές, όταν ανάψουν και πάλι τα φώτα δε θα σου μείνει ούτε ένα κάδρο που να στοιχειώνει τα κινηματογραφικά σου όνειρα.
Αν, λοιπόν, θέλεις κάτι εύπεπτο και προτίθεσαι να κοιτάξεις από την άλλη μεριά σε μερικά σεναριακά κενά, τότε καλώς ήρθες, ξένε, στον τόπο του “Blair Witch”. Είθε να τρομάξεις όσο λαχταρά η ψυχή σου.
Αν, όμως, ψάχνεις για κάτι που θα το θυμάσαι σε όλη σου τη ζωή, τότε…»
Αίφνης, ο άντρας που μιλούσε τόση ώρα σταματάει και απομένει να κοιτά και πάλι τον τοίχο.
Ένα βήμα. Μετά ένα δεύτερο. Πλησιάζεις.
Σηκώνεις το χέρι για να τον ακουμπήσεις στον ώμο.
«Κύριε, με συγχ…».
Στρέφεται.
Σε κοιτάζει. Λέει «Καταλαβαίνεις τώρα γιατί σου γυρίζω την πλάτη; Δες και μόνος σου τι μου έκανε Εκείνη».
Βλέπεις.
Και ουρλιάζεις μέχρι να λιώσουν οι φωνητικές σου χορδές.