Συνηθίζουν να λένε στο ποδόσφαιρο πως ο μόνος τρόπος για μια ομάδα να ξεπεράσει μια άσχημη εμφάνιση και αποτέλεσμα είναι να έρθει ο επόμενος αγώνας. Κι εκεί να δείξει πόσο τον θέλει. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για την κοινοπραξία Netflix-Marvel. Οι προηγούμενοι δύο αγώνες τους δεν ήταν καλοί. Αυτός που ήρθε όμως φαινόταν από μακριά ότι θα ρεφάρει για τα περασμένα. Το The Punisher είναι η καλύτερη σειρά μέχρι στιγμής.
Ο καλύτερος κύκλος για την ακρίβεια. Ναι, κατάφερε να ξεπεράσει και τον Daredevil. Αυτό βέβαια πιστώνεται και σε εκείνον, μιας και ο Frank Castle συστήθηκε μέσα από το δικό του σύμπαν και από κει απέκτησε ένα μεγάλο ρεύμα. Από τον Mat Murdock είναι που δημιουργήθηκε η απαίτηση του κοινού για ξεχωριστή ιστορία του Castle. Η απαίτηση έγινε πράξη και από την Παρασκευή μπορούμε να μιλάμε γι΄αυτό το απλό που αναφέρει ο τίτλος. Ξεπερνάει το Luke Cage, υπερβαίνει το Jessica Jones και σβήνει τις κακές εντυπώσεις από τα Iron Fist και Defenders.
Το The Punisher, αν και δεν φτιάχτηκε με σκοπό να ταιριάξει στην εποχή που παρουσιάζεται, δηλαδή το σήμερα, πετυχαίνει σε τρομερό βαθμό να γίνει προσιτά γοητευτικό στο μεγαλύτερο ποσοστό του κοινού που απευθύνεται. Τους Αμερικάνους. Όσους υπηρέτησαν στον στρατό, όσους έγιναν μάρτυρες σκοτεινών γεγονότων, όσους φόρτωσαν τις αναμνήσεις και την ψυχή τους με μαυρίλα και ντροπή. Με πράγματα που νόμιζαν εκ των προτέρων ότι θα τα αντέξουν. Αλλά όταν η θεωρία πήρε «σάρκα, οστά και αίμα», κάθε πεποίθηση πήγε περίπατο.
Ο Frank Castle είναι μια ακραιφνής τέτοια περίπτωση. Και θα ήταν πολύ διαφορετικός αν δεν του είχε δοθεί η πολύτιμη ευκαιρία να εφεύρει έναν σκοπό, πολύ κοντά στην πολεμική συνθήκη που έμαθε. Φυσικά το να σου σκοτώνουν τη γυναίκα και τα παιδιά δεν είναι πολύτιμο. Είναι φρικιαστικό και φονεύει κάθε τι που υπάρχει μέσα σου. Γίνεσαι απόλυτα κενός και η συνέχεια σου είναι μονόδρομος. Μετατρέπεις τον εαυτό σου σε μηχανή. Μια μηχανή απαθής ή μια μηχανή της εκδίκησης. Ο Frank επιλέγει το δεύτερο. Η δική του κατάσταση τοποθετείται – σκόπιμα υποθέτω – σε σύγκριση και με τον συναισθηματικό κόσμο όσων επέστρεψαν από τον πόλεμο, αλλά δεν ένιωθαν την ανταπόκριση της κοινωνίας.
Παρά το γεγονός ότι μιλάμε για μια σειρά δράσης, οι πολύ καλές σκηνές δράσης δέχονται γερή κόντρα από τις στατικές σκηνές. Το σενάριο εδώ έχει φιλοτεχνηθεί και όχι απλώς γραφτεί. Ο Steve Lightfoot ριζώνει την αφήγηση του στο Αμερικανικό Τραύμα. Αυτός ο ψυχολογικός δασμός που σου δίνει χωρίς να σε ρωτήσει ο πόλεμος. Στο DNA του άντρα έχει περάσει από το παρελθόν αυτή η ανάγκη. Η ανάγκη να ορίζουν την συμβολή τους στη γενιά τους και την εποχή τους με μια μάχη. Ιδεολογική σκέτο ή ιδεολογικοσωματική. Μόνο έτσι νοηματοδοτείται η ζωή τους. Είναι χαρακτηριστικές δύο σκηνές. Ο απόστρατος Lewis έχει εφιάλτες κάθε βράδυ. Δεν μπορεί να αντέξει την κανονική ζωή. Την μη πολεμική. Γι΄αυτό ένα βράδυ σκάβει έναν λάκκο και στήνει εκεί το κρεβάτι του. Όταν ο Curtis, ένας γνωστός από την ομάδα υποστήριξης, προσπαθήσει να τον συνετίσει, ο Lewis τον ρωτάει που «κέρδισε» το τραυματισμένο πόδι.
Ένας άλλος θα ρωτούσε «πώς το έπαθες αυτό;». Ο Lewis επιλέγει το ρήμα get, αντί για το injure για παράδειγμα. Στο μυαλό του ένα πόδι αχρηστευμένο είναι η υπενθύμιση στην κοινωνία για την θυσία του. «Εγώ αποδέχτηκα να τραυματίσω την ψυχή και το σώμα μου για να σας προστατεύω. Μην το λησμονήσετε ποτέ».
Η δεύτερη σκηνή αφορά στον λόγο του Bill Russo προς τους υποψήφιους μαχητές της Anvil. «Κάνατε μια επένδυση σε αυτούς που ορκιστήκατε να προστατεύετε. Στους εαυτούς σας. Αναρωτηθείτε: τι κάνετε με αυτή την επένδυση; Τίποτα. Είναι επειδή δεν σας αξίζει; Όχι. Είναι επειδή οι ικανότητες σας δεν είναι συμβατές με αυτά που σας αναθέτει η χώρα στον τόπο σας». Η ματαιότητα και η ανικανοποίητη αίσθηση αποτελούν τα άδραστα συναισθήματα που επιφέρει το πεδίο της μάχης. Αυτό συμβαίνει με κάθε τι που σου καλύπτει όλον τον εσωτερικό σου χώρο. Απλώς για τους στρατιώτες ο δρόμος έχει μόνο aller. Όχι retour. Ο Castle καταλήγει μάλλον ως ο τυχερός της υπόθεσης. Οι δικές του ικανότητες βρήκαν την συμβατότητα τους. Αυτό είναι το μεγάλο επίτευγμα του The Punisher.
Δεν μιλάμε για ειδωλοποίηση μιας μηχανής που σκοτώνει. Αναμφίβολα αυτό είναι το front line. Ό,τι βρίσκεται πίσω της όμως έχει πολύπλοκες διαδρομές που δεν ανάγονται σε μια απλή ειδωλοποίηση. Ο κατεστραμμένος ψυχικά Castle δείχνει σταθερός, ελέγχει τα λογικά του. Ο Lewis που γύρισε πίσω σώος, αδυνατεί να προσαρμοστεί. Δεν χρειάζεται κάτι διαφορετικό μια σειρά. Όσο για τον Jon Bernthal δεν χρήζει αναφοράς το πόσο ταιριάζει και πόσο αναδεικνύει τον Punisher. Εξαιτίας αυτού βρήκε το The Punisher μεγαλύτερο «σπίτι» στον κόσμο των εκδικητών!