good time

Good Time: Ο Robert Pattinson στην καλύτερη του ερμηνεία

Παραγωγοί ο Κασιδόκωστας και ο Τέρι Ντούγκας.

Είναι από τις περιπτώσεις που αντιλαμβάνεσαι πόση ομορφιά μπορεί να κρύβει το σινεμά. Πόσες ωραίες ιστορίες μπορεί να κρύβονται στα πολύ χαμηλά στρώματα της τέχνης. Εκεί όπου αυτοτροφοδοτείται, εκεί όπου κοιτιέται στον καθρέφτη και χαίρεται την ομορφιά της. Το Good Time είναι μια ταινία που αξίζει όλες τις υπερβολές και έρχεται από ένα σημαντικό δίδυμο για την αναδυόμενη σκηνή της Νέας Υόρκης.

Τα αδέρφια Sadfie, ο Benny και ο Josh, βρίσκονται στον 8ο χρόνο της ενασχόλησης τους με το σινεμά και σε κάθε τους πόνημα προσθέτουν κάτι ίδιο και ταυτόχρονα ανανεωμένο στο βιογραφικό τους. Διατηρούν όλα εκείνα τα μοτίβα που εξιτάρουν τη σκέψη τους και βοηθούν το σενάριο και τη σκηνοθεσία τους και φροντίζουν να το πλαισιώνουν κάθε φορά με κάτι νέο. Αυτή τη φορά έχουν και μια ακόμα μεγαλύτερη ευχέρεια μιας και στηρίζονται σε επίπεδο παραγωγής από την αναπτυσσόμενη διαρκώς εταιρεία παραγωγής των Πάρι Κασιδόκωστα και Τέρι Ντούγκας.

Το Good Time είναι ένα κινηματογραφικό διαμάντι. Όπως κι αν το δεις. Μινιμαλιστικό, εστιάζει στις λεπτομέρειες που περικυκλώνουν την πλοκή και την αφήγηση, στήνει το πόντιουμ ώστε οι χαρακτήρες να ανέβουν και να πάρουν το «μετάλλιο» τους. Με τις χαρακτηριστικές fast-and-loose τεχνικές τους, τα αδέρφια Sadfie καθοδηγούν τον Robert Pattinson, αλλά και τους εαυτούς τους, σε στοιχεία που αφαιρούν κάθε έννοια κοινωνικής πλαισίωσης, καταγραφής ή ηθικοπλαστικής ύφανσης.

Η κάμερα τους μεταφέρεται στις φτωχογειτονιές του Κουίνς, κινείται πίσω από δύο αδέρφια που δεν βρήκαν καμία ευκολία στη ζωή τους και έχασαν εύκολα τον δρόμο της θεμιτής προσπάθειας, αλλά δεν αποβλέπει στο να δώσει κάποιο μήνυμα. Ούτε επιχειρεί να εξοβελίσει την παρακμή των ηρώων. Απλώς καταγράφει. Απλώς εξιστορεί. Δεν προσδοκά το αρνητικό ή το θετικό. Τα πράγματα έχουν την τροπή που έχουν και δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα γι΄αυτό. Είναι η συνηθισμένη πορεία τους όταν πάμε από ένα συγκεκριμένο σημείο Α προς ένα συγκεκριμένο σημείο Ω. Κάπως μαθηματική και ξύλινη αυτή η φράση, αλλά εκφράζει ακριβώς αυτό που είναι το Good Time.

Με το βλέμμα στραμμένο σε αστυνομικές ταινίες των 70’s όπως τα Mean Streets και Dog Day Afternoon, το Good Time έχει μια τόσο λιτή και αφκιασίδωτη μαγεία, έναν τόσο στυγνό ρεαλισμό που σου κινητοποιεί την πλευρά των συναισθημάτων, ρίχνοντας πόρτα στην σκέψη και τους συνειρμούς. Ο Connie και ο Nick είναι δύο αδέρφια χωρίς γονείς, με μόνο συγγενή να απευθυνθούν τη γιαγιά τους. Ο Connie έχει μάθει απ΄έξω κι ανακατωτά την πιάτσα. Ο Nick πάσχει από κάποια μορφή αυτισμού ή ασυνειδησίας, αφού έχει ξεσπάσματα θυμού, με θύμα την γιαγιά, τα οποία δεν μπορεί να ελέγξει. Η κοινωνική πρόνοια τον στέλνει να παρακολουθεί θεραπείες. Ο Connie δεν αντέχει να τον βλέπει έτσι και σχεδιάζει μαζί του την ληστεία μιας τράπεζας. Η ληστεία βαίνει όπως την σχεδίασαν μέχρι που γίνεται ένα λάθος στο όχημα διαφυγής και αναγκάζονται να το πάρουν με τα πόδια.

Η καταδίωξη καταλήγει με τον Connie να έχει διαφύγει και τον Nick να έχει συλληφθεί. Ο Connie αντιλαμβάνεται ότι η παραμονή του αδερφού του στην φυλακή δεν διαγράφεται με κανένα θετικό στοιχείο κι έτσι θα αναζητήσει έναν τρόπο να τον βγάλει από κει. Όχι με κάποιο στυλ Prison Break. Αλλά μόνο με την εσφαλμένη του εντύπωση ότι μόνον εκείνος μπορεί να προστατεύσει τον αδερφό του. Το όνειρο της μέρας για απομάκρυνση από τη μιζέρια και το χαμηλό ταβάνι του Κουίνς μετατρέπεται σε μια ψυχεδελική στροφή της νύχτας.

Σε αυτό το one man show, είναι αναμενόμενο ότι ο Connie συμπιέζεται κάθε στιγμή προς μια τρύπα όπου δεν υπάρχει γυρισμός.  Το σχέδιο του να εξαφανιστεί με τον αδερφό του είναι πια εκτός πλάνου. Τώρα πρέπει να αποφασίσει αν τη φυλακή θα την δει από μέσα ο ίδιος ή ο Nick. Τελικά αποφασίζει ότι μπορεί να τον σώσει και να συνεχίσουν όπως το είχαν σχεδιάσει. Η απελπισία και η κραυγή αγωνίας για να νικήσει την μιζέρια της ζωής του είναι που τον τυφλώνουν. Το πράγμα στραβώνει πολύ γρήγορα και γινόμαστε μάρτυρες μιας ιδιόμορφης καταδίωξης. Όχι από την αστυνομία στον Connie. Αλλά από τον Connie προς τον ίδιο του τον εαυτό.

Στο τέλος η σύλληψη του μοιάζει περισσότερο με εθελούσια παράδοση. Με μια παραδοχή της ήττας.

Με τις συνεχείς close up λήψεις και την παράδοση της σκυτάλης εξ ολοκλήρου στον Robert Pattinson, τα αδέρφια Sadfie δημιουργούν όλες τις safe επιλογές ώστε το Good Time να αναπνέει καθαρά και να αυξάνει την ένταση του. Ο Connie Nikas είναι ένας αντίστροφος ήρωας. Δεν ηρωοποιεί τον εαυτό του. Ηρωοποιεί εμάς στα μάτια μας. Βγαίνουμε από την άνεση της θέσης μας και πλάθουμε ένα σενάριο της ζωής μας όπου θα έπρεπε να καταφύγουμε σε πράξεις μακριά από την ηθική μας για να επιβιώσουμε. Ο Robert Pattinson βρίσκεται στην καλύτερη φάση της καριέρας του και το δείχνει με την καλύτερη του ερμηνεία so far. Σε αυτό το mumblecore είναι ένας καφκικός χαρακτήρας. Γνωρίζει ότι δεν θα γλιτώσει από την ζωή που του δόθηκε. Κι ας μην την επέλεξε.

Με τους νόμους της τύχης και της ύπαρξης κανείς δεν βγαίνει νικητής. Η ζωή του φτιάχτηκε σε ένα αδιέξοδο. Όπως όλων μας. Γιατί όπως νιώθει εγκλωβισμένος αυτός ο παράνομος του Κουίνς, το ίδιο εγκλωβισμένος μπορεί να νιώθει και ο τύπος στο Upper East Side.  Μήπως υπάρχει και διαφορετική περιγραφή για τη ζωή; Ιδίως αυτή που απλώνεται σε έναν χαοτικό κόσμο; Ο Connie είναι ξεκάθαρα μια κατσαρίδα που ζει κρυμμένη στον καναπέ. Και ο Robert Pattinson ενσαρκώνει αυτή την αίσθηση στην πιο τέλεια μορφή της!