Το τελευταίο δεκαήμερο το κινηματογραφικό γίγνεσθαι ασχολείται με την βιογραφική ταινία του Νίκου Σμαραγδή για τον Νίκο Καζαντζάκη. Οι περισσότερες φωνές που θα ακούσεις έχουν μια σαφέστατα αρνητική χροιά απέναντι στο τελικό αποτέλεσμα. Πώς γίνεται όμως να έχουν καταβαραθρώσει όλες οι κριτικές την ταινία και τελικά να μιλάμε για μια εισπρακτική επιτυχία; Γιατί αυτό είναι ο Καζαντζάκης μέχρι και σήμερα.
Παρά το γεγονός ότι υπάρχει μια απλή εξήγηση και ένα παρελθόν σε ταινίες Ελλήνων δημιουργών που δεν στέκονται στο λεγόμενο weird wave, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Δηλαδή ναι, όντως οι κριτικοί ελάχιστες φορές αντιπροσωπεύουν τα πιστεύω και τα θέλω του κοινού. Όχι απαραίτητα γιατί είναι εξειδικευμένοι στο κομμάτι της τέχνης και κρίνουν και με τα τεχνικά χαρακτηριστικά, ενώ το κοινό κρίνει μονάχα με την αίσθηση. Αλλά και γιατί είναι αυτό που είπε ο Κουτσογιαννόπουλος. Όταν καλούνται να κρίνουν 50 ταινίες τον μήνα είναι λογικά το αισθητήριο τους να χάσκει σε ορισμένες περιπτώσεις.
Ο Καζαντζάκης θεωρητικά δεν είναι μια τέτοια περίπτωση. Υπήρξε μεγάλη μάζα του κοινού που μίλησε με μη κολακευτικά λόγια για το τελικό αποτέλεσμα. Με εξαίρεση την παρουσία του Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλου, που λειτούργησε λίγο ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ, όλα τα υπόλοιπα στοιχεία ήταν στην καλύτερη μέτρια. Πολλοί δε έκριναν το έργο ως συνέχεια της παρακαταθήκης του Σμαραγδή που δεν είναι και για να την θυμούνται πολλοί εσαεί.
Κι αφού συμβαίνουν όλα αυτά, πώς εξηγείται η εισπρακτική επιτυχία; Πώς εξηγούνται τα 100.000 εισιτήρια σε μια βδομάδα; Εξηγούνται πρώτα και κύρια από το όνομα Καζαντζάκης. Είναι ένας από τους σπουδαιότερους φιλοσόφους του 20ου αιώνα. Όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά για την παγκόσμια φιλοσοφία. Αν ο Καζαντζάκης ήταν Αμερικάνος και έγραφε τα ίδια πράγματα, τώρα θα ήταν μάθημα στα σχολεία της Ευρώπης και των ΗΠΑ. Αυτό είναι ένα επαρκές στοιχείο για να αφήσει το κοινό – ιδίως το 45+ – στην άκρη κάθε αρνητικό σχόλιο που έχει ακούσει. Δεύτερος λόγος και προφανής είναι ότι για να φτάσουν όλοι αυτοί να κράξουν το έργο έπρεπε πρώτα να το δουν.
Τρίτος και νομίζω πιο ενδεικτικός λόγος είναι ότι ο κόσμος έχει αρχίσει πια να δρα με αντιδραστικό τρόπο. Μπορείς να το δεις ανά τον κόσμο σε πολλά επίπεδα. Ο Donald Trump έγινε Πρόεδρος επειδή οι μεσήλικες Αμερικάνοι, που ούτως ή άλλως δεν φημίζονται για την ευστροφία τους, αντέδρασαν με κόντρα σε όλες τις αρνητικές ειδήσεις που τον αφορούσαν στην προεκλογική περίοδο. Το σκάνδαλο με τα βουλγαρικά hoaxes που κατέκλυσαν το Facebook πριν ενάμιση χρόνο αντικαταστάθηκε στην περίπτωση της ταινίας του Σμαραγδή από τις αληθινές κριτικές. Το ελληνικό κοινό ούτως ή άλλως στέκεται πεισματικά απέναντι σε αυτές στο παρελθόν. Δείτε τι συνέβη με το Αν του Παπακαλιάτη για παράδειγμα. Τώρα το έκανε ακόμα περισσότερο γιατί τα όσα διάβασε δεν ενοχλούσαν την αίσθηση της θέασης. Αφορούσαν αφηγηματικές τεχνικές, αφορούσαν σκηνοθετικές επιλογές.
Γι΄αυτό κιόλας πρέπει κάποτε να σταματήσει να κρίνεται το ποιόν ενός έργου, ενός βιβλίου, μιας θεατρικής παράστασης, μιας τηλεοπτικής εκπομπής κτλ από τα νούμερα. Γιατί τα νούμερα δεν έχουν ποιοτικά χαρακτηριστικά.
Τα νούμερα έχουν πάντα και παντού μια ανάγνωση. Είναι σαν την πρώτη εντύπωση που σου κάνει ένας άνθρωπος. Λες στην αρχή ένα «ουάου» ή ένα «χμμ» ή ένα «μπλιαχ» και μετά η αντίδραση σου μετριάζεται από νέα εισερχόμενα δεδομένα. Δεδομένα πολύ πιο επεξηγηματικά του τι έχεις απέναντι σου!