coco

Η καλύτερη ταινία της χρονιάς ήρθε από κει που δεν το περιμέναμε

Μύρισε 2015 φέτος.

Αν είστε από τους σταθερούς αναγνώστες του Menshouse.gr θα έχετε την αίσθηση ότι πάσχουμε από Altzheimer ή ότι παίρνουμε «περίεργα πράγματα» στον ελεύθερο μας χρόνο. Μόλις την Δευτέρα ήταν που ο Δήμος ανακήρυσσε το Blade Runner ως την καλύτερη ταινία της χρονιάς. Και έρχομαι εγώ να τον αναιρέσω. Να γράψω ένα κείμενο ίδιας ακριβώς λογικής, για να καταλήξω να πω πως το Coco είναι η ταινία της χρονιάς.

Το Get Out είναι αναμφίβολα ό,τι καλύτερο είδαμε σε θρίλερ το 2017. Ίσως και το 2016. Μπορεί και το 2015. Μπαίνει άνετα στην 5άδα με τις καλύτερες ταινίες. Μαζί με αυτό θα έβαζα το Dunkirk, το Thor Ragnarok, το Good Time, το Lucky στο κύκνειο άσμα του Harry-Dean Stanton και σίγουρα το Blade Runner. Επειδή όπως το πάω θα ξεφύγω από το κόνσεπτ της καλύτερης ταινίας και θα γκρινιάξω γιατί φέτος ο Μάκης Ρηγάτος μου έκοψε τη φόρα με τις 15 καλύτερες ταινίες, θα σταματήσω εδώ.

Για να επανέλθω. Έπρεπε κι εγώ να ικανοποιηθώ κάπως. Και δεν υπήρχε μεγαλύτερη ικανοποίηση από το να έχω την ευκαιρία να γράψω για το Coco. Όταν κυκλοφόρησε πριν 3 βδομάδες στις αίθουσες, δεν το είδα άμεσα. Έπρεπε να έρθει η 26η Δεκεμβρίου για να το δω. Κι από τότε μέχρι σήμερα με έτρωγε το χέρι του. Ώσπου ήρθε το θείο δώρο του Μάκη.

Το Coco είναι η καλύτερη ταινία της χρονιάς. Είναι τόσο καλή που όταν ανακοινωθούν οι υποψηφιότητες για Όσκαρ θα το δούμε αναμφίβολα και στην κατηγορία πρωτότυπου σεναρίου. Μια κατηγορία όπου δύσκολα βλέπουμε κινούμενα σχέδια. Η τελευταία φορά ήταν το 2016. Ξέρετε ποιος είχε κάνει την αρχή για αυτή τη δεκαετία; Το Get Out. Άλλο ένα κινούμενο της Pixar που διεκδικούσε το χρίσμα του GOAT για εκείνη τη χρονιά. Δεν ξέρω. Ίσως να φταίει ότι ο μικρός Στέργιος μέσα μου αναπνέει ακόμα δυνατά και με κάνει επιρρεπή στα σκίτσα. Είναι η πιο πιθανή εξήγηση. Αλλά αυτό ανυψώνει αυτομάτως το Coco. Γιατί πρώτα απ΄όλα καταφέρνει να μας υπενθυμίσει πως είμαστε όλοι παιδιά. Ακόμα κι όταν οι γονείς απουσιάζουν.



Υπάρχει μια κινηματογραφική ατάκα που μνημονεύω με γραφικότητα πλέον. Ακούστηκε στο Interstellar. «Ήρθε η στιγμή να γίνουμε οι μελλοντικές αναμνήσεις των παιδιών μας». Εγώ θα προσέθετα σε αυτό ότι κάθε γονιός είναι το μελλοντικό φάντασμα του παιδιού του. Σε μια φυσιολογική εξέλιξη της ζωής (αν δεν έχουμε την απώλεια του δικού μας παιδιού ή μακροχρόνιου συντρόφου ή φίλου), η απώλεια του γονιού είναι το πιο συνταρακτικό πράγμα που βιώνεις. Κι ας είσαι 60 ετών. Σε όποια ηλικία κι αν έρθει το αναπόφευκτο, ξεριζώνει τα πάντα μέσα μας. Αφαιρεί όσα είχαμε και τα αντικαθιστά. Τα αντικαθιστά σε γδαρμένες βάσεις. Η εικόνα της Mama Coco, ειδικά προς το φινάλε της ταινίας, τα λέει όλα.

Λίγο πριν ο Miguel, ο δισέγγονος της, περάσει στην πλευρά των νεκρών για να βρει τον παππού του, η τελευταία σταγόνα της ανάμνησης της τον προσμένει ακόμα. Μπορεί να έφυγε μια μέρα για να κυνηγήσει το όνειρο του να γίνει Μαριάτσι, μπορεί να μην κατάφερε να επιστρέψει, αλλά η κόρη τον περίμενε μέχρι να στερέψει η πηγή της ζωής της. Και τη στιγμή που η εσχατιά της παρουσίας του στο μυαλό της θα έσβηνε, ο Miguel πρόλαβε να τον κρατήσει ζωντανό. Ζωντανό στη μνήμη. Άρα και στο διηνεκές. Στην ευλογία της μεταθανάτιας περιπλάνησης.

Όλο αυτό που συμβαίνει με τον Hector, τον Ernesto de la Cruz, τον Miguel και τη Mama Coco, γεμίζει κάθε ίχνος της ψυχής. κι αυτό χτίζεται από τη στιγμή που ένας ξεχασμένος από τους δικούς του νεκρός, μια λησμονημένη ψυχή αποχωρεί από την πόλη των Μνημονευμένων Ψυχών. Η εικόνα του δεν βρίσκεται σε καμία ofrenda ζωντανών. Άρα η ψυχή του δε μπορεί να βρεθεί την Dia de los Muertos στη γη των ζωντανών.

Δεν θέλω να φέρω ως παράδειγμα εμένα και τις άλλες τρεις 26χρονες που τα μπήξαμε για τα καλά στην αίθουσα, περιτριγυρισμένοι από μικρά παιδιά. Ούτε ότι κανένα παιδί δεν έκλαψε. Άλλωστε δεν είναι ακόμα η στιγμή τους. Θα κλάψουν όταν φτάσουν τους δικούς μας αριθμούς. Θέλω όμως να πω πως δημιουργεί ταύτιση σε τέτοιο βαθμό που δεν έχει ξαναγίνει στο σύγχρονο σινεμά.

Ειλικρινά, αδυνατώ να βρω τρόπο που κάποιος θα αντέξει στο φινάλε με το τραγούδι του Miguel. Τραγουδάει «Θυμήσου Με». Ένα τραγούδι που έλεγαν η Coco με τον μπαμπά της. Αυτή η ανάγκη για αλήθεια (εδώ ως αντίθετο της λησμονιάς) μοιάζει να έρχεται από μια εξώτερη δύναμη. Στην πραγματικότητα, αυτό που υπάρχει πίσω από το Θυμήσου Με είναι ένα Μην Ξεχνάς. Μην τους Ξεχνάς, Μη Με Ξεχνάς. Αυτές οι φωνές βρίσκονται μέσα μας. Είναι εμείς. Εμείς ζητάμε από εμάς να μην υποκύψουμε στην αμνησία. Ευτυχώς…στο τέλος χάνουμε!

Η Mama Coco, μια ετοιμοθάνατη γυναίκα φωνάζει «μπαμπά πού είσαι;» κι εκεί αποκαλύπτεται σε όλη της τη δόξα αυτή η ρίζα που μας ενώνει με τους γονείς μας.

Ο Steinbeck αναφέρει κάπου στο βιβλίο του Ανατολικά της Εδέμ κάτι που ταιριάζει απόλυτα στο Coco (το μεταφέρω κάπως προσαρμοσμένο): «Οι γονείς μας είναι οι θεοί μας. Ώσπου κάποια στιγμή συνειδητοποιούμε ότι δεν έχουν τη θεϊκή ευφυΐα. Ότι δεν είναι σωστές όλες οι αποφάσεις τους. Ότι δεν σκέφτονται πάντοτε σωστά. Και τότε εκβαραθρώνονται. Πέφτουν σαν θεοί από τον ουρανό. Σκάνε με δύναμη στο έδαφος και θρυμματίζονται. Εκεί αρχίζει το σημείο που ξεκινάμε την ανύψωση τους. Δεν φτάνουμε ποτέ να τους κάνουμε το ίδιο λαμπερούς. Ο κόσμος μας δεν είναι πια άρτιος. Υπάρχει μια επώδυνη ωρίμανση».