Έχουν υπάρξει άφθονα εκνευριστικά σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Και έχουν υπάρξει ακόμα πιο άφθονοι εκνευριστικοί χαρακτήρες.
Ο Αίας Μανθόπουλος στους «Δυο ξένους». Η κυρία Μπέτυ στο «Χάι Ροκ». Ο Ιάσων Παπαπέτρου στο «Εκείνες κι εγώ». Ο μπάρμαν στο «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή».
Ο Χάρης Ρώμας σε όλους τους ρόλους (που ουσιαστικά είναι ο ίδιος).
Από πού ν’ αρχίσεις και πού να τελειώσεις…
Κοίτα, δεν ξέρω από πού θ’ αρχίσεις, αλλά ξέρω πού πρέπει να τελειώσεις τη συγκεκριμένη καταμέτρηση.
Εκεί όπου όλοι μαζί θα κουνήσουμε καταφατικά το κεφάλι. Εκεί όπου όλοι θα αναφωνήσουμε «ναι, ρε φίλε».
Εκεί όπου όλοι θα συμφωνήσουμε -σχεδόν ομόφωνα- για το ποιος ήταν ο πιο σπασαρχίδικος ρόλος στην ιστορία της τηλεόρασης:
Η Χαρούλα Πεπονάκη!
Έχοντας παρατηρήσει τις συμπεριφορές της σε όλες τις φάσεις της ζωής σου (μιας και το «Ρετιρέ» παίζεται σε επανάληψη περισσότερα χρόνια κι απ’ αυτά που έχει να πάρει πρωτάθλημα η Λίβερπουλ) το συμπέρασμα είναι πλέον ασφαλές.
Αν η γκρίνια και η μιζέρια είχε πρόσωπο, θα ήταν το συνεχώς οργισμένο της τηλεφωνήτριας στην εταιρεία «Κόσμος».
Πραγματικά είναι σκάνδαλο που υπήρχε το παρατσούκλι «ξινή» και είχε κολλήσει σε άλλη στο «Ρετιρέ».
Γιατί ok, η αδερφή του κυρίου Χρήστου του φαρμακοποιού (με την πιο αφράτη μουστάκα όλων των εποχών) ήταν επίσης μπελάς. Ζάλιζε κι εκείνη μπάλες. Είχε όμως κάποιες δικαιολογίες:
Ήτανε χήρα. Είχε μεγαλώσει ένα παιδί μοναχή της. Έβλεπε τον αδερφό της να παντρεύεται στα γεράματα και ένιωθε απειλή από τη νέα νύφη.
Γενικώς, ρε παιδί μου, είχε ελαφρυντικά για το ότι φερόταν σαν καριόλα.
Η Χαρούλα, όμως, τι είχε; Γιατί είχε συνέχεια νεύρα; Για ποιον λόγο βρισκόταν ΜΟΝΙΜΩΣ σε κατάσταση πρηξαρχιδισμού;
Τη δουλειά της την είχε. Ακόμα κι αν δεν τη γούσταρε (με αποτέλεσμα να τσακώνεται συνέχεια στα τηλέφωνα και να τα κλείνει με το χαρακτηριστικό «α πάγαινε ρε»), μήνας έμπαινε-μήνας έβγαινε ο μισθός πήγαινε στην παντελόνα.
Α, όλα κι όλα. Η κυρία Ζαχαροπούλου μπορεί να ζαχάρωνε τον Ιάσονα πίσω από την πλάτη της Ελένης, αλλά ως εργοδότης ήτανε τράπεζα. Άσε που έκανε τα στραβά μάτια στις συνεχείς εκρήξεις της Πεπονάκη.
Από οικονομικής απόψεως λοιπόν, η Χαρούλα ήταν μια χαρά. Του πούστη, για να έχεις κεφάλαιο και να ανοίγεις (έστω και συνεταιρικά) μπαράκι, κάτι πρέπει να έχεις βάλει στην άκρη.
Πρόβλημα βιοποριστικό λοιπόν δεν είχε. Παρέα -αν και ήταν στριμμένη- διέθετε. Ανθρώπους που τη νοιάζονταν είχε:
Την Ελένη (που άνοιξε και μαγαζί μαζί της). Την Κατερίνα (που πιθανότατα τη συμπαθούσε γιατί ήταν η μόνη πιο γκρινιάρα από την ίδια). Τον Κωστάκη (με τα μανίκια του σακακιού διπλωμένα και το πουκάμισο από την έξω πλευρά).
Και συναισθηματικά όμως να το πάρεις, πάλι δεν έπρεπε να ‘χε παράπονο. Παρόλο που δεν ήταν ακριβώς γυναικάρα ή ο πιο ευχάριστος άνθρωπος, είχε έναν μεγάλο θαυμαστή (τον Φοίβο).
Έναν άνθρωπο που την αγαπούσε, παρά τα ξεσπάσματά της. Έναν μαζοχιστή, που ήταν πάντα (και ανεξάρτητα από τις παραξενιές της) διατεθειμένος να την παντρευτεί.
Δηλαδή τι άλλο ήθελες, ρε Χαρούλα, για να μην γκρινιάζεις;
Για να μην μας γ…άς συνεχώς την ψυχολογία κάθε μεσημέρι από τότε που ήμασταν παιδάκια και ψάχναμε εναγωνίως «Kiss» στο περίπτερο μέχρι τώρα που κοντεύουμε τα 34 και κοιτώντας στο πέταλο των οργανωμένων την ώρα του αγώνα αναρωτιόμαστε «καλά, δεν κουράζονται»;
Της πρότειναν να βγει έξω – εκνευριζόταν επειδή η παρέα δεν της άρεσε ή θεωρούσε χάλια την εξυπηρέτηση σε όλα τα μαγαζιά. Της προσέφεραν κάτι -ήταν καχύποπτη μήπως πρόκειται για μούφα.
Όταν δούλευες στο μαγαζί ΤΗΣ, ήταν κακομούτσουνη και αγενής με τους πελάτες. Μόνο σε μια περίπτωση μπορούσε να δικαιολογηθεί η έκρηξή της: Όταν της έκαναν τράκα στο φαγητό και ειδικά στον γύρο…
Τι να λέμε τώρα λοιπόν. Με Χαρούλα Πεπονάκη δεν έμπλεκες.
Ήταν προτιμότερο να φας χαλασμένη λακέρδα και να σε πάει πλυντήριο για τρεις μέρες ή να χάσεις over στο στοίχημα που ήταν 1-1 από το 12’, παρά να σε πιάσει στο στόμα της.
Κι εξάλλου πόσο τυχαίο ήταν ότι η μόνη περίοδος που ήταν χαμογελαστή και γλυκομίλητη ήταν την περίοδο που τα είχε μπλέξει με τον Δημήτρη ή Αλέξη ή Θανάση ή Θάνο;
Τότε που δεν είχε αποκαλυφθεί ακόμα ότι ήταν απατεώνας και υπήρχε μια βασική ανθρώπινη… δραστηριότητα, η έλλειψη της οποίας την καθιστούσε ανυπόφορη πριν και μετά.