Ο Κλιντ Ίστγουντ (δια στόματος Επιθεωρητή Κάλαχαν) τα έχει πει μια χαρά για τις απόψεις. Θα αυτολογοκριθούμε και θα παραφράσουμε λιγουλάκι τη φράση του, προκειμένου να μην πούμε «κακές» λέξεις: «Οι απόψεις είναι σαν τις μύτες. Ο καθένας έχει και από μια».
Ο Ίστγουντ τα λέει σωστά, ωστόσο υπάρχει κάτι που ξεχνάει να προσθέσει στη βαθυστόχαστη ανάλυσή του. Διότι υπάρχουν και ορισμένες απόψεις που είναι τόσο βαθιά ριζωμένες, τόσο κοινά αποδεκτές που το να έχεις αντίθετη θέση από αυτές δεν είναι απλά μια άποψη, αλλά οριακά δείγμα πως είσαι αιρετικός.
Στις τέχνες αυτό είναι κυρίαρχο φαινόμενο. Άντε αμφισβήτησε, ας πούμε, τη μουσική αξία των Pink Floyd. Άντε πες πως δεν σου αρέσουν, πως τους βαριέσαι, πως δεν είναι τίποτα το ιδιαίτερο σαν συγκρότημα. Θα στην πέσει σύσσωμη η μουσική κοινότητα και θα νιώθεις τυχερός που δεν ζούμε πια στον μεσαίωνα, διότι οι διαθέσεις του κόσμου να σε κάψει σαν κακιά μάγισσα θα ήταν έκδηλες.
Αντίστοιχες αντιδράσεις θα υπάρξουν και στο σινεμά αν τολμήσεις ν’ αμφισβητήσεις ορισμένες ταινίες ή κάποιους σκηνοθέτες. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα ορισμένες ταινίες να μοιάζουν θρύλοι, μύθοι, αριστουργηματικές δημιουργίες χωρίς στην πραγματικότητα να αξίζουν τέτοια φήμη. Την έχουν φτιάξει απλά και μόνο επειδή κανείς δεν τόλμησε να τις αμφισβητήσει δημόσια. Διάφοροι σκέφτηκαν πως μπορεί να είναι υπερεκτιμημένη, αλλά δεν το εξέφρασαν ποτέ.
Και τώρα, με βάση όλα τα παραπάνω, ήρθε η ώρα να βγάλουμε το άχτι μας, να σπάσουμε τη σιωπή της συναίνεσης και να κραυγάσουμε πως οι ακόλουθες τρεις ταινίες είναι οι πιο υπερεκτιμημένες στην ιστορία του σινεμά…
Ο Σημαδεμένος
Η ταινία που μετασχημάτισε το υποκριτικό στυλ του Αλ Πατσίνο και τον μετουσίωσε σε αυτή τη πληθωρική περσόνα που τελικά άφησε εποχή, ο «Σημαδεμένος» είναι μια ταινία που στην πραγματικότητα έχει να περηφανεύεται μόνο για αυτό και για απολύτως τίποτα άλλο. Ναι, ο Αλ Πατσίνο είναι εξαιρετικός αλλά κατά τα άλλα το μαφιόζικο αυτό φιλμ του Μπράιαν Ντε Πάλμα δεν έχει τίποτα άλλο να πει.
Οι χαρακτήρες του δεν έχουν κανένα βάθος, είναι πέρα για πέρα προσχηματικοί, και εκτός από τον βασικό πρωταγωνιστή είναι οριακά διακοσμητικοί. Οι λογικές ανακολουθίες στο σενάριο βγάζουν μάτι, η κινηματογράφηση, τα οπτικά φίλτρα και οι διάλογοι είναι επιπέδου b-movie και για να μην τα πολυλογούμε αν δεν υπήρχε ο Αλ Πατσίνο κανείς δεν θα θυμόταν αυτή την ταινία.
Φόρεστ Γκαμπ
Η υποτιθέμενη αλληγορία του Ζεμέκις αναφορικά με το αμερικάνικο όνειρο και η (επίσης υποτιθέμενη) ταυτόχρονη αποδόμησή του είναι στην πραγματικότητα μια αφελής και σχετικά όμορφη ιστοριούλα για έναν τυπάκο που δεν στέκει και πολύ καλά, αλλά τίποτα παραπάνω. Συμβάλλει και εδώ το γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής -ο Τομ Χανκς δηλαδή- δίνει ερμηνειάρα, το ότι ο Ζεμέκις ξέρει να κινηματογραφεί ανεξαρτήτως περιεχομένου και ότι η μουσική είναι αριστούργημα.
Όλο αυτό το σετ διαμορφώνει ένα τεχνικό περιτύλιγμα που μοιάζει εντυπωσιακό αλλά κάτω από αυτό το «Φόρεστ Γκαμπ» είναι απλά ένα ωραίο μελόδραμα με υπεραπλοϊκά μηνύματα που δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο ή πρωτότυπο να πει.
Εντάξει, είναι μια συμπαθητική ταινία. Αλλά μέχρι εκεί.
Fight Club
Μια ταινία που δημιούργησε ένα μύθο γύρω από το όνομά της μέσα σε χρόνο dt, ούτε λίγο ούτε πολύ θεωρήθηκε ένα φιλμ-επανάσταση, ένα χαστούκι στον καπιταλισμό, μια δημιουργία με φινάλε από άλλο πλανήτη.
Όλα αυτά είχαν να κάνουν με το hype της και όχι με αυτά που ισχύουν όντως για αυτή τη μέτρια (στην πραγματικότητα) ταινία. Τι και αν το να μιλάς αρνητικά για το Fight Club υπήρξε ταμπού για χρόνια; Τι και αν είναι ακόμα; Ας τελειώνουμε επιτέλους: το Fight Club δεν είναι τίποτα από όλα αυτά τα βαρύγδουπα που συνοδεύουν το μύθο του, αλλά το ακριβώς ανάποδο.
Επιτηδευμένα εκκεντρική, με επιφανειακά μηνύματα, αν το «αναρχικό μήνυμα» που έχει η ταινία (όπως έχει ειπωθεί κατά κόρον) είναι το να φτιάχνεις μια ομάδα με στρατιωτική πειθαρχία, ομοιόμορφα ξυρισμένα κεφάλια και έναν Αρχηγό που δεν πρέπει να αμφισβητήσεις γιατί κάτι κακό θα συμβεί (όπως συμβαίνει στο Fight Club), τότε κάποιοι χρειάζονται φροντιστήρια επειγόντως.
Το και καλά εξωπραγματικό της φινάλε δε, που βασίζεται σε μια ανατροπή που δεν την περιμένει κανείς, είναι για να γελάει ο κόσμος. Διότι, όπως γνωρίζουμε όλοι όσοι ξέρουν τα στοιχειώδη από σινεμά, οι σοβαρές σεναριακές ανατροπές δεν προκύπτουν ουρανοκατέβατες, «χτίζονται» κατά την εξέλιξη του σεναρίου, υπάρχουν στοιχεία καθ’ όλη την διάρκειά του που κάνουν τον θεατή να αναφωνεί «Μα πως δεν το είχα καταλάβει τόση ώρα!» όταν τελικά συντελούνται.
Εδώ δεν έχουμε τίποτα τέτοιο, έχουμε μια ανατροπή που προκύπτει επειδή… έτσι- χωρίς λόγο και αιτία! Απλά οι σεναριογράφοι δεν ήξεραν πώς να κλείσουν την ταινία και πέταξαν εκεί κάτι απρόβλεπτο μπας και τελειώσει όπως- όπως το σενάριο.
«Αστεία πράγματα…», όπως θα έλεγε και ο επιθεωρητής Κάλαχαν.