Όλοι υποπτευόμασταν άλλον: Η ταινία που κανείς δεν κατάφερε να βρει τον δολοφόνο

Κι όμως, όπως σε όλα τα αριστουργηματικά δομημένα μυστήρια, η αλήθεια βρισκόταν μπροστά στα μάτια μας...

Ο Ντάριο Αρτζέντο υπήρξε ένας μετρ της αγωνίας, του τρόμου και του μυστηρίου. Μπορεί τα τελευταία χρόνια να αναλώνεται σε δημιουργίες δευτεροκλασσάτων θρίλερ λες και έχει βαλθεί να επιβεβαιώσει ότι τα γεράματα χαλάνε τους μεγάλους δημιουργούς, αλλά για μια εποχή ο Ιταλός σκηνοθέτης έμοιαζε να είναι για το alter ego του Χίτσκοκ από την Ιταλία. Ειδικά οι 70s δημιουργίες του ήταν… όλα τα λεφτά.

Ακροβατώντας ανάμεσα στο μυστήριο και τον τρόμο, ο Αρτζέντο μας χάρισε ορισμένες τεράστιες κινηματογραφικές δημιουργίες αλλά σε επίπεδο ανατροπών και απρόβλεπτου φινάλε καμία δεν κατάφερε να ξεπεράσει το «Βαθύ Κόκκινο», το επιβλητικό και πέρα για πέρα ατμοσφαιρικό νουάρ με το ανατρεπτικό φινάλε που κανείς δεν κατάφερε να μαντέψει.

Καταρχήν, πριν προχωρήσουμε σε λεπτομέρειες, να το ξεκαθαρίσουμε: ΑΠΟ ΕΔΩ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΞΗΣ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΣΠΟΪΛΕΡ.

Και τώρα που το ξεκαθαρίσαμε ας… τα μαρτυρήσουμε όλα. Δεν έχει να κάνει με τη λύση του μυστηρίου, αλλά όταν μιλάμε για το «Βαθύ Κόκκινο» δεν γίνεται να μην αναφέρεται: η εναρκτήρια σκηνή του είναι από τα πιο ανατριχιαστικές στιγμές στην ιστορία του σινεμά.

Δυο όρθιες φιγούρες παλεύουν και η μια μαχαιρώνει επανειλημμένα την έτερη, ενώ όλο το σκηνικό «ντύνεται» μουσικά από ένα ανατριχιαστικό παιδικό τραγούδι. Η σκηνή φαίνεται φαινομενικά άσχετη με τα όσα θα ακολουθήσουν στην συνέχεια της ταινίας αλλά φυσικά, δεν είναι: αποτελεί σεκάνς κομβικής σημασίας.

Τεράστιο ρόλο παίζει και η σκηνή με τον μάρτυρα- κλειδί της όλης υπόθεσης. Ο πρωταγωνιστής βρίσκεται έξω από το σπίτι του με έναν φίλο του, μεθυσμένοι και οι δυο αφού μόλις έχουν πιει άπειρα ποτά, μέχρι που γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός φόνου στο απέναντι σπίτι. Ο Μάρκους (ο πρωταγωνιστής δηλαδή…) τρέχει στο διαμέρισμα της δολοφονημένης γειτόνισσάς του, διασχίζει ένα τεράστιο διάδρομο γεμάτο περίεργους πίνακες και φτάνει στο άψυχο σώμα της.

Και κάπου εκεί ξεκινάει το μυστήριο προσπαθώντας να βρει ποιος είναι ο δολοφόνος.

Για έναν αδιευκρίνιστο λόγο, ο Μάρκους παίρνει όρκο πως στον διάδρομο της δολοφονημένης κάτι έχει αλλάξει μετά την είσοδο της αστυνομίας στο χώρο. Πως σε αυτό το σημείο του σπιτιού με τους περίεργους πίνακες κάτι λείπει. Δεν μπορεί να το τεκμηριώσει, γιατί όλοι οι πίνακες είναι στη θέση τους αλλά φέρνει στο μυαλό του ξανά και ξανά τον εαυτό του, ενώ τρέχει στο διάδρομο και οι εικόνες του είναι διαφορετικές από αυτές που ισχύουν στην πραγματικότητα.

Για να μην τα πολυλογούμε, έπειτα από μια αλληλουχία γεγονότων, ο Μάρκους ανακαλύπτει πως η δολοφονία της γειτόνισσάς του δρομολογήθηκε από τον κολλητό του που τα έπιναν μαζί την ώρα του φόνου της και έχει να κάνει με το γεγονός ότι ο τελευταίος είδε μπροστά στα μάτια του, όταν ήταν μικρός, την μητέρα του να σκοτώνει τον πατέρα του (η σκηνή της αρχής ήταν αυτή η δολοφονία μέσα από τα παιδικά του μάτια). Η γειτόνισσα ήταν ο λόγος που το μυστικό δεκαετιών κινδύνευε να αποκαλυφθεί και έτσι έπρεπε να δολοφονηθεί.

Φυσικά, ο Μάρκους ξέρει πως ο κολλητός του ήταν μαζί του τη στιγμή του φόνου και παρά το γεγονός ότι το μυστήριο έχει λυθεί γνωρίζει πως υπάρχει και συνεργός. Ο κολλητός του επιχειρεί να ξεφύγει από τα χέρια της αστυνομίας ενώ τον πηγαίνουν προς το τμήμα, βγαίνει τρέχοντας στον δρόμο, ένα αμάξι τον πατάει και τον σκοτώνει προτού ο Μάρκους καταφέρει να μάθει ολόκληρη την αλήθεια.

Από το μυαλό του Μάρκους δεν λέει να φύγει: ανάμεσα στο βράδυ της δολοφονίας και την επίσκεψη της αστυνομίας, ο διάδρομος της δολοφονημένης είναι διαφορετικός. Κάτι έχει αλλάξει εκεί. Επιστρέφει στο διαμέρισμα για να βρει τη λύση στο μυστήριο και έρχεται αντιμέτωπος με την μητέρα του νεκρού, πλέον, κολλητού του, η οποία έχει διαπράξει το έγκλημα και αποζητά εκδίκηση για το θάνατο του γιου της.

Και βλέποντας το πρόσωπό της, καταλαβαίνει…

Ο πρωταγωνιστής διαπιστώνει ότι ο πίνακας που νόμιζε πως λείπει ή έχει διαφοροποιηθεί δεν υπήρξε ποτέ. Αυτό που είδε καθώς έτρεχε προς το πτώμα της γυναίκας ήταν η αντανάκλαση σε έναν καθρέφτη ενός πίνακα, μέσα σε αυτό τον διάδρομο. Μπροστά στον πίνακα καθόταν ο δολοφόνος: ο Μάρκους είχε δει στο καθρέφτη το πρόσωπο του δολοφόνου!

Τελικά, φυσικά ο πρωταγωνιστής γλυτώνει -κάτι αναμενόμενο- αλλά ο θεατής έχει μείνει να χειροκροτεί το μεγάλο φινάλε: όλοι είδαμε τον δολοφόνο από την αρχή! Τόσο στην πρώτη σκηνή όσο και στα flashback της μνήμης του πρωταγωνιστή ενώ έτρεχε στο διάδρομο, ο δολοφόνος ήταν εκεί, μπροστά μας, ξανά και ξανά…

Ο τεράστιος Αρτζέντο μας κορόιδεψε, κανείς δεν κατάλαβε το κόλπο του και έτσι, αναγκαστικά τον χειροκροτήσαμε αυθόρμητα.

Αν έχετε δει την ταινία, είναι βέβαιο πως το ίδιο θα κάνετε κι εσείς…