Το κριτήριο των θεατών είναι αλάνθαστο. Αυτό είναι που όλοι επικαλούνται όταν πρόκειται για την κριτική ενός έργου. Κάθε φύσεως. Κι όμως αυτό μοιάζει να είναι μια τρόπον τινά πανάκεια. Σβήνει κάθε ευθύνη και δεν δίνει την ευκαιρία σε κάποιους να πάνε παραπέρα. Το κριτήριο του θεατή δεν είναι πάντοτε τόσο αλάνθαστο. Δεν κάνει πάντοτε σωστή εκτίμηση. Πώς αλλιώς να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι υπάρχει μια ταινία, μια κωμωδία, που δεν βρίσκεται στις πρώτες 100 κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών; Και δεν βρίσκεται ούτε καν στις κορυφαίες της κατηγορίας της, δηλαδή της κωμωδίας.
Η κωμωδία γενικά είναι ένα παρεξηγημένο είδος. Ειδικά στη σημερινή εποχή που βγαίνουν διαφορετικού ύφους κωμικοί. Ακόμα και τα πεπραγμένα του Benny Hill μοιάζουν τόσο μακρινά. Υπάρχουν όμως κωμικοί που παραμένουν αξεπέραστοι. Όπως ο Peter Sellers που είναι από τους πρωτοπόρους του σινεμά κι απ΄αυτούς που πήγαν την Τέχνη μερικά βήματα παρακάτω.
Προσωπικά θεωρώ εντελώς λάθος να μπαίνουν πράγματα από πολύ μακρινές εποχές στην ίδια κατηγορία. Τα μέσα δεν είναι ίδια, τα εργαλεία που έχει ο καθένας στην διάθεση του επίσης, οι αντιλήψεις και οι απαιτήσεις του κοινού δεν είναι ίδιες. Αλλά από τη στιγμή που μπαίνουν στην ίδια λίστα ταινίες με μεγάλη χρονική απόκλιση, θα έπρεπε να υπάρχει και το Party. Η καλύτερη κωμωδία του Sellers.
Το να διαλέξεις βέβαια ανάμεσα στα έργα του Sellers κάτι καλύτερο δεν είναι μια απλή υπόθεση. Ο καθένας επιλέγει βάσει των προτιμήσεων του. Εγώ για παράδειγμα θεωρώ το Party ό,τι καλύτερο έβγαλε. Δεν κατέχω την αποκλειστικότητα σε αυτό. Αλλά σίγουρα δεν απέχω πολύ από την αλήθεια. Για την ακρίβεια είμαι πολύ κοντά.
Σκηνοθετημένο από τον Blake Edwards, τον άνθρωπο του Breakfast at Tiffany’s και του Ροζ Πάνθηρα, το The Party είναι ένα όργιο γκάφας από τον Hrundi Bakshi. Είναι μια αλληγορία του πόσο επηρεάζει κάτι μικρό ένα άλλο μεγάλο. Ο Hrundi σκύβει να δέσει τα κορδόνια του και αυτή η τόσο αδιάφορη κίνηση έχει ως αποτέλεσμα μερικές μεγάλες αλλαγές. Μια καταστροφή ενός κινηματογραφικού σκηνικού, μια παρανόηση που τον φέρνει σε ένα πολύ γκλάμουρ πάρτι, όπου συνεχίζει την αδεξιότητα του και πολλά ακόμη είναι στο ρεπερτόριο του Sellers.
Με την ίδια ευκολία και απλότητα που κάνει το κάθε τι. Με τον ίδιο απέριττο τρόπο που δίνει κωμική χροιά στα πράγματα. Και σε μια εποχή μάλιστα όπου η εικόνα δεν ήταν τόσο ισχυρή και ακόμα έχανε από τα λόγια.
Εκεί πόνταρε όμως ο Sellers έδειξε πόσο μεγάλη ικανότητα έχει υποκριτικά. Σε αυτή την κωμωδία φάνηκε λίγο παραπάνω από τις υπόλοιπες που τον είδαμε, ότι είναι μια μυθική φιγούρα του παγκόσμιου σινεμά. Στο δικό του πρόσωπο πήρε σάρκα και οστά η πεποίθηση ότι αυτή η κωμωδία δεν είναι παρά ένα κάλυμμα για να μην αναζητήσει κανείς το δικαίωμα να εισβάλλει στο μη κωμικό στοιχείο της ζωής του.
Και αυτή η αίσθηση του χιούμορ δεν βρίσκεται σε καμία δεκάδα λιστών του IMDB. Όχι μόνο σε ταινίες γενικότερα. Αλλά και στο πεδίο της. Στις κωμικές ταινίες. Ούτε εκεί θα την βρεις σε κάποια αντάξια θέση. Πολύ κάτω από την 100η. Αυτό ίσως είναι και η απόδειξη ότι μια εποχή δεν μπορεί να μπαίνει σε σύγκριση με την άλλη. Ότι κάθε ταινία πρέπει να κρίνεται βάσει της εποχής που κυκλοφορεί.