Η ταινία που θα έσπαγε ταμεία: Η μεγαλύτερη εισπρακτική αποτυχία όλων των εποχών έκλεισε σπίτια και καριέρες

Υποτιμημένο αριστούργημα ή το φιάσκο ενός μεγαλομανή σκηνοθέτη; Όπως και να έχει, υπήρξε η ταινία που άλλαξε το Hollywood. Αλλά αρνητικά...

Τα 60s και (ειδικά) τα 70s ήταν δυο δεκαετίες που άλλαξαν ολοκληρωτικά τον τρόπο που το Hollywood αντιλαμβανόταν το σινεμά. Ήταν οι δυο δεκαετίες που παρήγαγαν μια σειρά από δημιουργούς, οι οποίοι μείωσαν την απόσταση ανάμεσα στην εμπορικότητα και τις βαθύτερες ανησυχίες: το να είσαι ένας καλλιτέχνης που θα εξέφραζε τις τελευταίες δεν σήμαινε αυτόματα πως θα πουλούσε και στα box office.

Κόντρα στο κλισέ -που πολλές φορές κρατάει και μέχρι τις μέρες μας- πως το εμπορικό σινεμά είναι αυτόματα και ρηχό, στα 60s και τα 70s το Hollywood «γέννησε» ταινίες τρομακτικά εμπορικές και ταυτόχρονα τεράστιας καλλιτεχνικής αξίας.

Ήταν το λεγόμενο New Hollywood, το ρεύμα που θα άλλαζε για πάντα το σινεμά και στο πλαίσιο του βγήκαν ιστορικές ταινίες όπως ο «Νονός», ο «Ταξιτζής», το «Αποκάλυψη Τώρα», το «Easy Rider» και δεκάδες ακόμα, καθώς και δημιουργούς που πλέον θεωρούνται «ιερά τέρατα» για το σινεμά όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Μάρτιν Σκορτσέζε, ο Σίντνεϊ Λιούμετ, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και τόσοι και τόσοι ακόμα.

Ένας από αυτούς ήταν ο Μάικλ Τσιμίνο.

Ο Τσιμίνο ήταν ένας πολύ ιδιαίτερος σκηνοθέτης. Αν είχε υπάρξει δυο δεκαετίες πριν, όταν το New Hollywood δεν υπήρχε καν ως ιδέα, μάλλον δεν θα περνούσε καν έξω από ένα κινηματογραφικό στούντιο. Και αυτό φάνηκε μόλις στη δεύτερη ταινία του: μετά το ντεμπούτο του το 1974 με τίτλο «Thunderbolt And Lightfoot», μια αστυνομική κωμωδία με τον Κλιντ Ίστγουντ και τον Τζεφ Μπρίτζες που τα πήγε μια χαρά στο box office, ο Τσιμίνο εκμεταλλεύτηκε την άνεση που του έδιναν οι εισπράξεις και ένιωσε έτοιμος για την επόμενη ταινία του που θα ήταν πολύ ιδιαίτερη.

Το 1978, λοιπόν, ο Τσιμίνο παρουσίασε στο παγκόσμιο σινεμά μια από τις πιο γνωστές αντιπολεμικές ταινίες που γυρίστηκαν ποτέ, τον «Ελαφοκυνηγό».

Κάποιοι κατηγόρησαν την ταινία για τρομακτική, εκνευριστική φλυαρία. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές στιγμές της είναι μια σκηνή που αποτυπώνει το γλέντι ενός γάμου. Η σκηνή κρατάει περίπου μισή ώρα και δίνει στον θεατή την αίσθηση ότι δεν γίνεται απολύτως τίποτα. Είναι σαν να κάθεσαι σε μια γωνία ενός αληθινού πάρτι και απλά να βλέπεις αδιάφορους -για εσένα- ανθρώπους να χορεύουν και να μιλάνε χωρίς κανένα διακύβευμα, χωρίς υπόθεση, χωρίς τίποτα.

Και γενικότερα, ο «Ελαφοκυνηγός» μοιάζει να έχει μια εμμονική, σχεδόν γελοία επικέντρωση σε λεπτομέρειες που περισσότερο κούραζαν παρά πρόσφεραν στην ταινία. Ήταν ο τρόπος του Τσίμινο να γυρίσει μια αληθοφανή και ρεαλιστική ταινία.

Ο κουραστικός «Ελαφοκυνηγός» σάρωσε στα Όσκαρ και οι επικριτές του δεν είχαν παρά να αποδεχθούν πως ο Τσίμινο είχε έρθει για να μείνει. Η επόμενη ταινία του θα ήταν πανάκριβη και οι καλλιτεχνικές ελευθερίες του απόλυτες.

Ο Τσιμίνο έκανε συμφωνία με την United Artists πως θα έχει απεριόριστη χρηματοδότηση για το φιλμ. Το όραμά του ήταν να γυρίσει ένα γουέστερν που θα ήταν απίστευτα μεγαλοπρεπές και θα έφερνε την ανάσταση στο είδος, που εκείνα τα χρόνια είχε αρχίσει να φθίνει αισθητά.

Το όνομά του; «Heaven’s Gate».

Οι παραξενιές του Τσιμίνο στα γυρίσματα  έχουν αφήσει εποχή. Ολόκληρα σετ σκηνικών γκρεμίστηκαν και ξαναστήθηκαν από την αρχή επειδή δεν του άρεσε μια λεπτομέρεια, σκηνές γυρίστηκαν και ξαναγυρίστηκαν γιατί οι κομπάρσοι δεν έπαιζαν ακριβώς όπως ήθελε, ηθοποιοί απολυόντουσαν στη μέση των γυρισμάτων και νέοι προσλαμβάνονταν.

Ο Τσίμινο συμπεριφερόταν σαν ένας τεράστιος και ιδιότροπος δημιουργός που ετοίμαζε την καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Το συνολικό μπάτζετ δε έφτασε 44 εκατομμύρια δολάρια- με σημερινές αναλογίες, δηλαδή, θα κόστιζε περίπου 300 εκατομμύρια!

Φυσικά, αν το «Heaven’s Gate» ήταν όντως ένα αριστούργημα όλα αυτά θα είχαν ξεχαστεί πολύ γρήγορα. Αντίθετα, ο Τσιμίνο παρουσίασε μια ταινία που διαρκούσε περίπου 4 ώρες και η οποία, επί της ουσίας, δεν είχε καν μια κεντρική ιστορία.

Για τέσσερις ώρες απλά δεν συνέβαινε τίποτα! Ένα ασύνδετο συνονθύλευμα από ακατανόητους διαλόγους και ανούσια γεγονότα και μια ταινία που εύκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί ο ορισμός της βαρεμάρας.

Αντίθετα, ήταν μια ταινία εντυπωσιακής αισθητικής. Τα πλάνα, τα τοπία και η μουσική παρέπεμπαν σε μια επική περιπέτεια τύπου «Λόρενς της Αραβίας», αλλά το περιεχόμενο έπασχε. Ήταν λες και ο σκηνοθέτης εξάντλησε όλη του την έμπνευση στο να παίζουν με φυσικότητα οι ηθοποιοί και ξέχασε να ασχοληθεί με το σενάριο!

Η εμπορική αποτυχία ήταν εκκωφαντική. Μια από τις πιο ακριβές παραγωγές στην ιστορία του Hollywood αποδείχθηκε ένα τεράστιο φιάσκο και, όπως ήταν αναμενόμενο, η συνέχεια δεν ήταν το ίδιο καλή για τον Τσιμίνο.

Ο σκηνοθέτης μετουσιώθηκε σε έναν παρία του Hollywood. Ποτέ κανείς ξανά δεν του εμπιστεύτηκε τόσο μεγάλο μπάτζετ και μέχρι το 1996 που έβγαλε την τελευταία του ταινία έγινε ένας σκηνοθέτης ταινιών β’ κατηγορίας. Δεν είναι υπερβολή να ειπωθεί δε, πως η εν λόγω ταινία άλλαξε το Hollywood αλλά… σε αρνητικό επίπεδο.

Το να έχει ένας σκηνοθέτης απόλυτες δημιουργικές ελευθερίες και να μην ελέγχεται από την παραγωγή, όπως έγινε με το «Heaven’s Gate», έφτασε να θεωρείται αντι-παράδειγμα κινηματογράφου για τα μεγάλα στούντιο και η εποχή κατά την οποία η παραγωγή έχει εξαιρετικά αναβαθμισμένο ρόλο με αποτέλεσμα οι ταινίες να γίνονται πρώτα με εμπορικά και ύστερα με καλλιτεχνικά κριτήρια, δεν έχει περάσει ακόμα.

Με τα χρόνια βέβαια, όπως συμβαίνει κατά κόρον με παλιές ταινίες στα χρόνια του internet, το «Heaven’s Gate» άρχισε σιγά-σιγά να θεωρείται μια εντελώς υποτιμημένη ταινία. Ένα κομμάτι του κινηματογραφικού κοινού άρχισε να λέει δειλά-δειλά πως εκείνη η ταινία του 1980 ήταν ένα υποτιμημένο αριστούργημα, ένα μεγάλο όραμα ενός δημιουργού που αντιλαμβανόταν το σινεμά με τρόπο που οι περισσότεροι δεν μπορούσαν να κατανοήσουν καν.

Πως αυτό που παρουσίασε ο Τσιμίνο, μια ταινία που μοιάζει με reality από αδιάφορες ζωές που βαριέσαι να παρακολουθήσεις, είναι ο αληθινά ρεαλιστικός κινηματογράφος και η τέλεια εξέλιξή του.

Ο Τσίμινο πάντως πέθανε το 2016 σε ηλικία 77 χρονών έχοντας 20 χρόνια να βγάλει ταινία. Δεν πρόλαβε ποτέ να δει ένα κομμάτι κοινού να αποθεώνει τη μεγαλύτερη αποτυχία του.

Ποιος ξέρει; Ίσως κάποιοι από αυτούς να έχουν δίκιο και ο Τσίμινο τελικά να είναι μια κινηματογραφική ιδιοφυΐα πολύ μπροστά από την εποχή του.

Ακόμα και να ισχύει, όμως, ο ίδιος δεν θα το μάθει ποτέ…