Όταν χάθηκε η ευκαιρία να απογειωθεί το Star Wars: Ο εναλλακτικός σκηνοθέτης που θ' αναδείκνυε την σκοτεινή πλευρά του

Η Ιστορία δεν γράφεται με «αν», αλλά όσοι προσδοκούν την επαναφορά του Star Wars σε σκοτεινά μονοπάτια ξέρουν πως η μεγαλύτερη ευκαιρία χάθηκε στις αρχές των 80s.

Έτος 1980. Το franchise των Star Wars που σήμερα είναι ένας ολόκληρος κολοσσός μετράει μόλις δυο ταινίες. Το σίκουελ, όμως, που μόλις έχει βγει έχει ήδη ανεβάσει επίπεδο την εν λόγω σειρά ταινιών και οι προσδοκίες των οπαδών είναι ήδη στα ύψη εξαιτίας της ταινιάρας που έχει διπλασιάσει τα επεισόδια του σύμπαντος.

Το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται» είναι ένα αληθινό έπος. Όχι απλά είναι μια ταινία που αποτελεί άξια συνέχεια της πρώτης αλλά είναι η απόλυτη, ολοκληρωτική αναβάθμισή της.

Το παιδικό στοιχείο που καθόρισε το πρώτο Star Wars είναι φυσικά ακόμα εδώ, αλλά έχει εμπλουτιστεί με ένα ενήλικο στοιχείο που προσδίδει επιπλέον κύρος και σεβασμό στο franchise.

Όσοι δεν είστε αρκετά εξοικειωμένοι με το σύμπαν του Star Wars και την ιστορία του, ρωτήστε δέκα τυχαίους φαν και οι απαντήσεις θα είναι απόλυτες: το «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», το σκοτεινό και απαισιόδοξο σίκουελ της πρώτης ταινίας, είναι μέχρι και σήμερα η καλύτερη Star Wars ταινία που έχει βγει ποτέ.

Την ίδια περίοδο ένας νεαρός σκηνοθέτης χαράζει τη δική του πορεία στο Hollywood. Τον λένε Ντέιβιντ Λιντς και οι δυο ταινίες που έχει βγάλει είναι αρκετές για να τον χρίσουν έναν από τους πιο ιδιαίτερους δημιουργούς εκείνης της εποχής.

Όχι όμως και από τους πιο αναγνωρίσιμους. Το «Eraserhead» και ο «Άνθρωπος Ελέφαντας», οι μόλις δυο δημιουργίες του δεν έχουν τινάξει την μπάνκα στον αέρα. Απευθύνεται σε ένα πιο ειδικό κοινό, που τον γουστάρει και τον αγαπάει, αλλά δεν είναι ικανό να τον κάνει και εμπορικό.

Ο Τζορτζ Λούκας, ζαλισμένος ακόμα από την επιτυχία του «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται», ψάχνει τον σκηνοθέτη που θα κλείσει την Star Wars τριλογία του. Η απόφασή του, άλλωστε, να φύγει από την σκηνοθετική καρέκλα μετά την πρώτη ταινία, να γίνει παραγωγός της δεύτερης και να δώσει τη σκηνοθετική σκυτάλη στον Ίρβιν Κέρσνερ αποδείχθηκε σοφή.

Υπό την γενική και χαλαρή εποπτεία του Λούκας, ο Κέσνερ έβαλε το δικό του στοιχείο στην «Αυτοκρατορία», μετάλλαξε απόλυτα επιτυχημένα το ύφος της και αυτή η αλλαγή ύφους όχι μόνο δεν ξένισε το κοινό αλλά, αντίθετα, η ταινία έγινε μύθος.

Ο Λούκας βρίσκει πολύ ενδιαφέρον τύπο τον νεαρό σκηνοθέτη που ονομάζεται Ντέιβιντ Λιντς.

Άλλωστε, το «Eraserhead» του έχει πολύ έντονα αλλά και πολύ ιδιαίτερα Sci Fi στοιχεία και ο Λούκας βλέπει στο πρόσωπό του τον σκηνοθέτη του επόμενου Star Wars.

Φυσικά, γνωρίζει ότι οι δυο τους εκπροσωπούν διαφορετικά είδη σινεμά. Ο ίδιος ο Λιντς άλλωστε, χρόνια αργότερα, θα το περιγράψει με σαφήνεια: «Και εγώ και ο Τζορτζ κάνουμε το σινεμά που μας αρέσει, αλλά από το σινεμά του Τζορτζ προκύπτουν δισεκατομμύρια». Ο Λούκας παρ’ όλα αυτά σκεφτόταν ανοιχτόμυαλα.

Ο «μπαμπάς» των Star Wars ήξερε ότι ο Λιντς δεν θα έβαζε νερό στο κρασί του αν δεχόταν να σκηνοθετήσει την τρίτη ταινία της τριλογίας αλλά ήταν διατεθειμένος να τον αφήσει να πειραματιστεί. Φυσικά, έκανε την κίνησή του ακόμα και αν δεν ήταν πολλές οι πιθανότητες να δεχθεί να μπει σε ένα τέτοιο project ο «εναλλακτικός» Λιντς.

Πλέον, βέβαια, όλοι ξέρουμε  το φινάλε της μεταξύ τους συνάντησης. Ο Λιντς είπε «όχι» στο να εμπλακεί στο Star Wars. Ο τρόπος που περιέγραψε το ραντεβού του με τον Λούκας ωστόσο πολλά χρόνια αργότερα ήταν απολαυστικός:

«Σκέφτηκα ότι ακόμα και αν αρνιόμουν, θα μπορούσα τουλάχιστον να κάνω μια συνάντηση με τον Λούκας. Αυτό που έζησα ήταν απίστευτο. Έπρεπε πρώτα να πάω σ’ ένα μεγάλο κτίριο στο Λος Άντζελες και να μου δώσουν μια ειδική κάρτα που έγραφε το όνομά μου και μετά μου έδωσαν κάτι κλειδιά και έναν χάρτη και ένα γράμμα με οδηγίες!

Μετά με πήγαν στο αεροδρόμιο, πήρα ένα αεροπλάνο και πέταξα και όταν προσγειώθηκα με περίμενε ένα νοικιασμένο αμάξι. Είχα ήδη τα κλειδιά και τον χάρτη και έπρεπε απλά να οδηγήσω λίγο προκειμένου να φτάσω στο γραφείο του Τζορτζ.

Πήγα και συναντήθηκα μαζί του, μιλήσαμε για λίγο, δεν με έπεισε ιδιαίτερα και τότε μου είπε: “Θέλω να σου δείξω κάτι”.

Εκείνη στη στιγμή είχε αρχίσει ήδη να με πιάνει πονοκέφαλος. Ανεβήκαμε έναν όροφο και μου έδειξε μια μινιατούρα με αυτά τα πλάσματα που λέγονται Wookies και θα έπαιζαν στο τρίτο Star Wars. Ο πονοκέφαλος μου είχε αρχίσει να γίνεται πιο έντονος.

Μετά ο Τζορτζ μου είπε να πάμε σε ένα εστιατόριο να φάμε και να συνεχίσουμε τη συζήτηση. Μπήκαμε στη Φεράρι του και πήγαμε σε ένα μαγαζί που είχε μόνο σαλάτες! Δεν είναι πως δεν μου αρέσουν οι σαλάτες. Αλλά εκεί είχε μόνο σαλάτες!

Πραγματικά, είχα πάθει ημικρανία από όλη αυτή την κατάσταση. Στον γυρισμό προς το σπίτι μου δεν κρατήθηκα. Σταμάτησα σε έναν τηλεφωνικό θάλαμο και πανικόβλητος πήρα τηλέφωνο τον ατζέντη μου. Άρχισα να του φωνάζω: “Όχι, όχι, όχι! Δεν υπάρχει περίπτωση να σκηνοθετήσω αυτή την ταινία! Δεν υπάρχει περίπτωση”. Και ο ατζέντης μου με ηρέμησε λέγοντάς μου: “Χαλάρωσε Ντέιβιντ, χαλάρωσε. Δεν χρειάζεται να το κάνεις. Μόλις έχασες δεν ξέρω πόσα εκατομμύρια δολάρια. Αλλά είναι εντάξει”. Την επόμενη μέρα πήρα τηλέφωνο τον Τζορτζ και αρνήθηκα ευγενικά».

Φυσικά, με τα «αν» δεν γράφεται η ιστορία. Αλλά μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο διαφορετικό θα ήταν το Star Wars αν «Η Επιστροφή των Τζεντάι», το τρίτο μέρος της αρχικής τριλογίας, είχε σκηνοθετηθεί από τον Λιντς και όχι από τον Ρίτσαρντ Μάρκαρντ που τελικά το ανέλαβε;

Πόσο πιο έντονα θα είχε αναδειχθεί η σκοτεινή πλευρά της ιστορίας και ειδικά μετά το στρωμένο χαλί που είχε αφήσει το ήδη σκοτεινό «Η Αυτοκρατορία Αντεπιτίθεται».

Όσοι προσδοκούν εδώ και τόσα χρόνια την επαναφορά του franchise σε αυτά τα σκοτεινά μονοπάτια ξέρουν πως η μεγαλύτερη ευκαιρία χάθηκε με την άρνηση του Λιντς.

Για την ιστορία πάντως, ο Λιντς μερικά χρόνια γύρισε μια Sci Fi ταινία αντίστοιχου ύφος, το «Dune», το οποίο υπήρξε η μεγαλύτερη εμπορική και καλλιτεχνική του αποτυχία. Δεν φταίει φυσικά ο ίδιος, αλλά η ατολμία των παραγωγών αναφορικά με το «Dune»- που άλλωστε είχε ήδη οδηγήσει μερικά χρόνια πριν τον Γιοντορόφσκι να αφήσει το project.

Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Ποιος ξέρει; Ίσως η δημιουργική ελευθερία που του είχε υποσχεθεί ο Λούκας να έδινε και στον Λιντς τη μεγάλη ευκαιρία να ασχοληθεί με το Sci Fi -είδος που πάντα του άρεσε αλλά με το οποίο ποτέ δεν ξανασχολήθηκε- χωρίς να αποτύχει οικτρά.

Ίσως…