Τα τελευταία χρόνια πρέπει να έχω δει πάνω από 150 σειρές. Απ΄αυτές συνεχίζω να βλέπω μόλις 10 όλο το χρόνο. Όχι γιατί οι άλλες είναι απαραίτητα κακές. Αλλά γιατί νιώθω πως δύσκολα πλέον ξεχωρίζει κάποια. Υπάρχει μια οριζοντίωση, μια ισοπέδωση. Αυτό το αναφέρω για να το συμπεριλάβετε ως στοιχείο για την κριτική που θα ακολουθήσει. Το La Casa del Papel είναι μια σειρά που ο κολλητός μου μου έλεγε μέρες να την δω. Μου έλεγε ότι είναι η καλύτερη που έχει δει. Κι αυτός δεν έχει δει τόσες όσες εγώ. Έχει δει πολύ λιγότερες. Κάτι που στην προκειμένη τον κάνει πιο αξιόπιστο σε γενικές γραμμές.
Πάλεψα με την εσωτερική μου άρνηση και έκατσα να το δω. Έχοντας στο μυαλό μου όλα όσα μου χει πει ο φίλος μου. Έχοντας επίσης στο μυαλό μου μια γενικότερη προκατάληψη απέναντι στην ισπανική μυθοπλασία. Όχι σε επίπεδο είδους, σκηνοθεσίας, περιεχομένου, θεματικής. Αλλά σε επίπεδο διαλογικών σημείων του σεναρίου. Μου κάθεται βαριά και ανοίκεια ο τρόπος που ανταποκρίνονται, που απαντούν ο ένας στον άλλον. Και να σκεφτεί κανείς ότι θεωρώ τα ισπανικά πολύ ωραία γλώσσα.
Το La Casa del Papel έχει αρκετά χαρακτηριστικά που το κάνουν μια πολύ όμορφη σειρά. Τρομερά στημένη, με πολύ έξυπνη μετάβαση από σκηνή σε σκηνή κι από χρόνο σε χρόνο, αρκετές προσωπικότητες στις οποίες εμβαθύνει. Έχει γενικώς πράγματα να παρατηρήσεις, να ασχοληθείς, να τα εκτιμήσεις. Έχει όμως αυτό το ένα που για μένα τα μετριάζει όλα.
Αυτό δε σημαίνει πως εγώ έχω το απόλυτο δίκιο κι εσείς οι υπόλοιποι είστε τιποτένιοι και κατώτεροι μου. Το γράφω απλώς γιατί το είχα απορία μέσα μου και με έτρωγε. Τι είναι αυτό που έκανε πολλούς να το αποκαλέσουν μια από τις καλύτερες σειρές της χρονιάς;
Εκείνα που εγώ εντοπίζω είναι όσα ανέφερα. Είναι ωραίο αυτό που η ιστορία ξεκινά από το τέλος και μετά κινείται σε λογική in medias res. Και σε κάθε επεισόδιο σου δείχνει ένα σημείο από την προετοιμασία της ληστείας-ομηρίας που το εφαρμόζουν οι ληστές.
Το Casa del Papel έχει μια πλειάδα από πολύ ενδιαφέροντες χαρακτήρες. Κυρίως στη μεριά των κακών. Ο Καθηγητής είναι η κορωνίδα τους. Ο Mr. Berlin το ίδιο. Ίσως η πιο σωστή αποτύπωση εγκληματία. Μαζί με τους αδερφούς από τη Σερβία. Με τους υπόλοιπους υπάρχουν σημεία που το χάνει αρκετά.
Αναπτύσσει και πολλές ξεχωριστές ιστορίες. Η επαφή του Moscow και του γιου του με τη Μόνικα, την έγκυο υπάλληλο του μουσείου, η ερωτική ιστορία του Rio με την Tokyo, η φιλία της τελευταίας με τη Nairobi, η προσέγγιση του Καθηγητή με την αστυνομικό που διευθύνει τις διαπραγματεύσεις και μερικά ακόμα. Βυθίζεται και στο παρελθόν είτε με εικόνα είτε με την συνδετική αφήγηση της Tokyo.
Για μένα όλα μετριάζονται με τον τόσο συναισθηματισμό που εισάγει στα μεσοδιαστήματα της πραγματικής δράσης. Όπως οι σκηνές του Rio με τη μαθήτρια, την κόρη του Πρόξενου. Ή οι ενοχές που έχει ο Moscow που ο γιος του γίνεται ίδιος μ΄εκείνον. Επιλογές που θα μπορούσαν να ενταχθούν με λιγότερη υπερβολή και με μόνο στόχο να γεμίζουν τα όποια κενά. Όχι να τα υπερκαλύπτουν.
Τα συναισθηματικά ξεσπάσματα ορισμένων χαρακτήρων μοιάζουν τόσο άκυρα και τόσο απότομα. Χωρίς να έχει δημιουργηθεί το κατάλληλο υπόβαθρο. Όχι ότι είναι απαραίτητο αυτό. Θα μπορούσαν να έχουν breakdown σε στιγμές που να ήταν τόσο φυσικό, τόσο ταιριαστό στο σενάριο…
Όλα αυτά είναι απόρροια του σεναρίου. Των διαλόγων. Είναι σημεία που η εναλλαγή και τα ίδια τα λόγια δεν στέκουν ή τέλος πάντων δεν κουμπώνουν άρτια μεταξύ τους. Ίσως να είμαι εγώ ο γεροξούρας και να δίνω τόση έμφαση σε αυτό. Αλλά μήπως κάθε σειρά δεν εμπίπτει σε αυτό; Στις προσωπικές επιθυμίες και συνήθειες του καθενός;