Παραμονές του Μουντιάλ του 1998. Ο Πελέ βρίσκεται μπροστά σε έναν Βρετανό δημοσιογράφο που του παίρνει συνέντευξη ενόψει της μεγάλης γιορτής του ποδοσφαίρου. Η ερώτηση που του κάνει είναι μια από τις πιο κλισέ, αλλά είναι αδύνατον να μην γίνει: «Ποιος θα πάρει το Μουντιάλ»;
Ο Πελέ απαντάει πως «η Βραζιλία έχει πολύ καλή ομάδα και είναι το φαβορί. Φυσικά, υπάρχει και η Γαλλία που είναι οικοδέσποινα και έχει μεγάλες πιθανότητες. Από εκεί και πέρα, είναι πολύ δυνατή και η Ιταλία».
Ο δημοσιογράφος, θέλοντας προφανώς να εκμαιεύσει από τον Πελέ τι «βλέπει» για την Αγγλία, προσθέτει ένα ακόμα σκέλος στην ερώτηση: «Κάποια άλλη ομάδα που βλέπετε δυνατή»; Και ο Πελέ απαντάει: «Χμμ, η Αργεντινή έχει επίσης καλή ομάδα οφείλω να ομολογήσω. Και η Ολλανδία είναι αρκετά δυνατή».
Ο Βρετανός δημοσιογράφος δεν χάνει το κουράγιο του: «Κάποια άλλη ίσως»; Από το μυαλό του Πελέ δεν περνάει καν η Αγγλία: «Μου αρέσει και η Κορέα και η Ιαπωνία». Αγανακτισμένος ο δημοσιογράφος του λέει: «Για την Αγγλία τι λέτε»; Και ο Πελέ απαντάει: «Η Αγγλία; Έχει περάσει η Αγγλία στο Μουντιάλ»;
Το σκηνικό αυτό είναι αληθινό. Συμπεριλήφθηκε στην καλύτερη «ποδοσφαιρική» ταινία όλων των εποχών, το «Mike Basset: England Manager» και πολλοί θεώρησαν πως πρόκειται για ένα «στημένο» στιγμιότυπο για τις ανάγκες της (σατιρικής) ταινίας.
Και όμως: είναι αληθινό! Και μάλλον αποτέλεσε την έμπνευση των δημιουργών αυτής της φοβερής και τρομερής κωμωδίας που κατάφερε κάτι φαινομενικά πολύ δύσκολο: διακωμώδησε το αγγλικό ποδόσφαιρο αναδεικνύοντας όλα αυτά που το κάνουν αγαπητό. Δηλαδή το εξής ένα: την γνήσια γραφικότητα.
Ο αυτοσαρκασμός άλλωστε ρέει στο αίμα των φανατικών οπαδών της Εθνικής Αγγλίας. Η ομάδα που κορδώνεται πως από την χώρα της ξεκίνησε το ποδόσφαιρο και ταυτόχρονα η ομάδα της οποίας οι αποτυχίες τείνουν να την μετατρέψουν σε ένα αληθινό ανέκδοτο. Τόσο εύστοχο και αστείο ωστόσο που καταλήγεις να την αγαπάς για αυτό.
Και αυτό ακριβώς είναι το «Mike Basset: England Manager»: μια ταινία με τρομακτική αγάπη για το αγγλικό ποδόσφαιρο και την Εθνική Αγγλίας που δεν φοβάται ωστόσο όχι μόνο να αυτοσαρκαστεί αλλά να τσαλακωθεί μέχρι εκεί που δεν πάει.
Το στόρι είναι απλό και μάλλον στερεοτυπικό: η Αγγλία κινδυνεύει να μείνει εκτός Μουντιάλ με δυο παιχνίδια προκριματικών να απομένουν και ο προπονητής της αποτελεί παρελθόν. Ο Μάικ Μπάσετ είναι ένας προπονητής που μόλις έχει κάνει την μεγάλη έκπληξη και έχει πάρει κύπελλο με την Νόριτς.
Για την ακρίβεια, είναι το αρχέτυπο του Άγγλου προπονητή: παχουλός, με μουστάκι και χωρίστρα, παίζει εμμονικά 4-4-2 αφού τα άλλα συστήματα τα θεωρεί νεοτερισμούς της πλάκας, γράφει την 11άδα στο πακέτο τσιγάρων του και εκνευρίζεται με τους ξερόλες δημοσιογράφους και τους προπονητές της κερκίδας. Όταν η Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία της Αγγλίας τον διαλέγει για επόμενο προπονητή της Εθνικής, ο ίδιος πλέει σε πελάγη ευτυχίας.
Με έναν τραγελαφικό και ξεκαρδιστικό τρόπο, η Αγγλία περνάει τελικά στο Μουντιάλ και μετά η ταινία μπαίνει σε ασύλληπτα εμπνευσμένα μονοπάτια. Αυτά που ακολουθούν είναι βγαλμένα από τις πιο ένδοξες στιγμές της βρετανικής σχολής κωμωδίας και ταυτόχρονα, από τις πιο γραφικές στιγμές του αγγλικού ποδοσφαίρου.
Οι παίκτες που έχει να διαχειριστεί ο δύσμοιρος Μάικ Μπάσετ είναι κάτι αλκοολικοί γυναικάδες στην καλύτερη περίπτωση και κάτι τύποι με τρελά ψυχολογικά προβλήματα στη χειρότερη: ο βασικός του επιθετικός έχει να σκοράρει δυο χρόνια καθώς μετά την απώλεια ενός κρίσιμου πέναλτι τον έχει πάρει από κάτω.
Ο Μπάσετ εκτός από τους περίεργους τύπους που έχει για παίκτες έχει να αντιμετωπίσει ακόμα τους αναλυτές αθλητικογράφους που τον θεωρούν ξεπερασμένο επειδή παίζει 4-4-2 λες και βρίσκεται στα 60s αλλά και τους Άγγλους χούλιγκαν που όμως δεν είναι απλά κάφροι που ψάχνονται για ξύλο με αντίπαλους οπαδούς, είναι ταυτόχρονα και μεγάλες μπαλαδόφατσες, «βλέπουν» πολύ μπάλα και δεν μπορείς να τους ξεγελάσεις.
Με δομή reality, καθώς υποτίθεται πως τα όσα βλέπουμε τα ακολουθεί ένα αληθινό συνεργείο που γυρίζει ντοκιμαντέρ για την Εθνική, το «Mike Basset: England Manager» είναι ένας φόρος τιμής στο χιούμορ των Μόντι Πάιθον και ταυτόχρονα μια μεγάλη ερωτική εξομολόγηση στη γνήσια, ποδοσφαιρική βλακεία που κάνει τα μυαλά μας (ή τέλος πάντων όσων βλέπουμε μπάλα) να πονάνε.
Κάθε τέσσερα χρόνια, λίγο πριν την πρεμιέρα του Μουντιάλ οφείλουμε να βλέπουμε ετούτη την ταινιάρα για να μπαίνουμε σε κλίμα.
Και φυσικά, να θυμόμαστε πάντα να υπερασπιζόμαστε το τιμημένο και πατροπαράδοτο 4-4-2 κόντρα στους ανούσιους μοντερνισμούς όλων των άσχετων που ήρθαν από το πουθενά να μας μάθουν μπάλα…