Επικρατούσε απόλυτη ησυχία- ή, μάλλον, όχι ακριβώς ησυχία, αλλά ένα παρατεταμένο μουρμουρητό, το οποίο «έντυνε» σαν λεκτικό χαλί το χώρο. Κάθονταν όλοι τους μαζεμένοι σ’ έναν μικρό κύκλο στην αίθουσα προβολής του παλιού- εγκαταλελειμμένου, πια- κτηρίου.
Η παλιομοδίτικη μπομπίνα είχε πάψει από ώρα να γυρίζει, κι έτσι στο λευκό πανί που είχε απλωθεί στον τoίχο πίσω τους χόρευαν μόνο οι σκιές των ίδιων των ομιλητών. Αργήσαμε λίγο, το ξέρουμε, όμως αν δεν κάνουμε φασαρία και καθίσουμε αθόρυβα σε μία από τις καρέκλες, μπορούμε σχεδόν να τοποθετήσουμε με ακρίβεια τα χαμένα κομμάτια του παζλ.
Σσσς, ακούστε: “…Breaking Bad”. Έπειτα, κάποιος άλλος- “The West Wing”. Κι ένας τρίτος: “Game of Thrones”. Έπειτα, χιονοστιβάδα εν μέσω καλοκαιριού- “Six Feet Under”, “Friends”, “Lost”, “Prison Break”, “Mad Men”, “Sopranos”. Οι 9 ομιλητές αυτής της αλλοπρόσαλλης παρέας δείχνουν να βρίσκονται στο δικό τους ντελίριο και μιλούν ακατάπαυστα, όμως ο δέκατος έχει σκυμμένο το κεφάλι. Μονολογεί.
Λέει “The Wire, The Wire, TheWire, ThWire, Wire”.
Ξαφνικά, σαν μια άυλη τηλεοπτική δύναμη να επέταξε σιωπή, άπαντες στρέφονται και κοιτάζουν τον τύπο με τα κουρέλια, τα διαλυμένα παπούτσια και τα κίτρινα, αρρωστιάρικα μάτια.
Ζητούν να μάθουν πως τον λένε. “Bubbles”, τους απαντά. Τον ρωτάνε τι είναι αυτό το “The Wire” που επαναλαμβάνει σα χαλασμένη κασέτα τόση ώρα. “Η καλύτερη σειρά όλων των εποχών”, αποκρίνεται αφοπλιστικά. Αναρωτιούνται φωναχτά “Γιατί;”. Τότε ο Bubbles παίρνει μια βαθιά ανάσα, κλείνει τα μάτια του και λέει…
«Γιατί δεν είναι μια απλή σειρά στην οποία αδημονείς να βάλεις το επόμενο επεισόδιο προκειμένου να διαπιστώσεις αν κατάφεραν να βρουν πτήση της Ryanair για να φύγουν από το Νησί ή αν οι δράκοι φιλοτιμήθηκαν να βγουν από το κελί τους για να κάψουν κάνα χωράφι.
Είναι 60 επεισόδια «βαριά», που θέλουν τον χρόνο τους και ξεκλειδώνουν αργά- αργά το λουκέτο που φράζει το δρόμο για την τηλεοπτική σου καρδιά. Αν είσαι δεκτικός και του ανοίξεις, όμως, θα τα βρεις να φωλιάζουν μια για πάντα εκεί.
Γιατί μιλάει με τόσο γλαφυρό και παραστατικό τρόπο για τα όσα συμβαίνουν στη Βαλτιμόρη, το σύστημα, την εξουσία, τους ναρκομανείς, την αστυνομία, τα βαποράκια και όλες τις υπόλοιπες κοινωνικές δομές, που πολλές φορές αναρωτιέσαι αν αυτό που παρακολουθείς είναι αποκύημα της φαντασίας κάποιου ή ντοκιμαντέρ.
Γιατί παρά το γεγονός πως ξεκινάει και τελειώνει με πλάνο του McNulty, δεν υπάρχει κανένας κύριος πρωταγωνιστής, παρά μονάχα η ίδια η πόλη. Πέραν του Woody Allen που έχει αναγάγει την Νέα Υόρκη στην υπέρτατη μούσα του, ουδείς άλλος στην (διευρυμένη, πλέον) 7η τέχνη πετυχαίνει να βάλει με τέτοια μαεστρία μια ολόκληρη πόλη στο κέντρο της ιστορίας του, όπως κάνει εδώ ο David Simon.
Γιατί κρατάει τόσο υπέροχα μοναδικά ίσες αποστάσεις από όλα, αρνούμενο να πάρει θέση υπέρ του ποιος είναι ο καλός (είναι η αστυνομία; Οι δικαστές; Οι πολιτικοί;) και ο κακός (οι μεγαλοκαρχαρίες των ναρκωτικών; Οι πληρωμένοι δολοφόνοι;), παρά μονάχα καταδεικνύει την αέναη μάχη ανάμεσα στα κοινωνικά στρώματα.
Γιατί παρά το γεγονός πως είναι έντονα απαισιόδοξη σειρά- ουδείς μπορεί ν’ αλλάξει αυτό που είναι και το σύστημα στο τέλος «απορροφά» τους πάντες- και ο νιχιλισμός φοράει το πιο καλό του κουστούμι, βλέποντάς την συντελείται ένα μικρό θαύμα: το ποτήρι αλλάζει και γίνεται μισογεμάτο.
Γιατί το ληθαργικό του μοντάζ και η έλλειψη μουσικής- πέραν των ήχων που παράγει η ίδια η Βαλτιμόρη- δε σε κάνουν να πλήττεις, αλλά σκεπάζουν το κορμί σου με μια ανεξήγητη, οικεία ζεστασιά.
Γιατί οι ηθοποιοί είναι τόσο καλά διαλεγμένοι, που το casting της σειράς θα έπρεπε να διδάσκεται σε κινηματογραφικά σεμινάρια: χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων η διαβόητη Snoop, την οποία υποδυόταν η Felicia Pearson που στην πραγματική της ζωή διακινούσε ναρκωτικά για να ζήσει.
Γιατί οι 5 σεζόν της είναι τόσο καλά οργανωμένες, που καλύπτουν όλο το φάσμα της αμερικάνικης κοινωνίας- η πρώτη για τις γωνίες και το αλισβερίσι ντρόγκας που γίνεται σ’ αυτές, η δεύτερη για τα λιμάνια και τα σωματεία, η τρίτη για την αστυνομία και την πολιτική, η τέταρτη για τα σχολεία και η πέμπτη για τη δημοσιογραφία και τον Τύπο. Τίποτα δε μένει απέξω, δε γίνεται καμία έκπτωση και όλοι είναι εδώ για να κριθούν από τον θεατή.
Γιατί υπάρχει το πρότυπο του «ευαίσθητου» άρχοντα του εγκλήματος (Avon), του σκεπτόμενου δεξιού του χεριού (Stringer Bell), του αμείλικτου διαδόχου τους (Marlo), των παιδιών της γωνίας που δεν ξέρουν να κάνουν τίποτα άλλο στη ζωή τους παρά να πουσάρουν ναρκωτικά (Bodie), του έντιμου αστυνόμου (Centric Daniels), του οργάνου του νόμου που θα κάνει τα πάντα για να επιτύχει το στόχο του (McNulty), του διεφθαρμένου πολιτικού (Clay Davis) και του απόλυτου τιμωρού, που έχει, όμως, αρχές και τις σέβεται μέχρις εσχάτων (Omar).
Γιατί καταργεί τους νόμους της μικρής οθόνης και καταφέρνει να ξεφύγει από του χρόνου τη φυλακή, αρνούμενο να γεράσει: όταν ολοκληρώνεται ο τρίτος κύκλος τα πάντα μοιάζουν να έχουν συμπληρωθεί ιδανικά και έστω κι ένα ακόμα λεπτό της σειράς φαντάζει λάθος. Όμως τότε έρχεται η τέταρτη σεζόν, η οποία είναι απλά ό,τι καλύτερο έχει υπάρξει στην TV.
Γιατί παρά το γεγονός πως καταπιάνεται με τα σημαντικότερα θέματα της ζωής, απεκδύεται από νωρίς τον μανδύα του διδακτισμού και σε αφήνει μόνο σου, με καθαρό μυαλό και μοναδική πυξίδα τις προσωπικές σου εμπειρίες να περιπλανηθείς ανάμεσα στα «στρατόπεδα».
Γιατί όταν ο Avon συναντά τον Stringer Bell σ’ εκείνη την ταράτσα στο επεισόδιο 3×11 και αναπολούν τα περασμένα, γίνεσαι μάρτυρας της πιο αμιγούς Σαιξπηρικής σκηνής στην τηλεόραση και βλέπεις τη χαμένη σου νιότη να σου κουνάει το χέρι, λίγο πριν χαθεί πίσω από το λόφο των αναμνήσεων. Us, Brother. Us».
Για πρώτη φορά μετά από λίγα λεπτά, στο χώρο επικράτησε απόλυτη σιωπή. Ο Bubbles- ένας διαπρεπής ναρκομανής-, φάνηκε να κοιτάζει στο κενό και δεν έλεγε κουβέντα. Κάποιος βρήκε ένα ηχητικό μαχαίρι και θρυμμάτισε την ησυχία λέγοντας: «Πώς ακριβώς την είπες τη σειρά;». “The Wire”, απάντησε ο Bubbles.
Έπειτα σηκώθηκε, γύρισε την πλάτη του στους πάντες και βγήκε έξω στον καθαρό αέρα της Βαλτιμόρης.