Η ταινιάρα του 2018 που χάθηκε στην «αφάνεια» του καλοκαιριού

Leave No Trace: Το κινηματογραφικό διαμάντι που έμεινε στην «αφάνεια»

Κανείς δεν έχει μιλήσει γι΄αυτήν, αν και θα έμπαινε άνετα στο top-20 της χρονιάς.

Όλες οι μεγάλες παραγωγές του εξωτερικού κρατάνε τα blockbuster τους για το φθινόπωρο, το χειμώνα και την άνοιξη. Το καλοκαίρι είναι μια περίοδος που θα ρισκάρουν ελάχιστα και θα κυκλοφορήσουν μία-δύο το πολύ ταινίες που έχουν το brand. Όπως η Wonder Woman ή το Spider-Man: Homecoming. Αυτή η τακτική προέρχεται και ταυτόχρονα δημιουργεί τη γενικότερη αίσθηση του κοινού να μην αναμένει κάτι με ανυπομονησία.

Πολλές φορές αυτό ρίχνει λίγο στάχτη στα μάτια, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται παραδείγματα ταινιών που χάνονται σε αυτή την καλοκαιρινή ραστώνη και ελάχιστοι τους αποδίδουν αυτά που αρμόζουν. Το Leave No Trace είναι μια τέτοια ταινία. Κυκλοφόρησε στις αίθουσες στα τέλη του περασμένου Ιούνη και δεν έδωσε τα ερείσματα για να συζητηθεί. Κι αυτό δεν συνέβη γιατί δεν της άξιζε. Απλώς γιατί πέρασε στα κρυφά, σαν Δούρειος Ίππος.

Δεν έχει κάποιο φαντεζί καστ, δεν θα δεις οπτική ή ηχητικά εφέ, δεν είναι κάποιο φιλμ που το βλέπεις και καταλαβαίνεις ότι ξοδεύτηκαν πολλά λεφτά για να γίνει. Είναι μια ανεξάρτητη παραγωγή, ένα θεσπέσιο τέκνο της indie κινηματογραφικής σχολής. Στην κεντρική της ιδέα έχει πολλά χαρακτηριστικά απ΄αυτά που έκαναν και το Captain Fantastic να είναι μια απρόσμενα υπέροχη κινηματογραφική αφήγηση.

Δηλαδή έχουμε έναν πατέρα και μια κόρη οι οποίοι έχουν επιλέξει να ζουν τη ζωή τους ως ρακοσυλλέκτες. Κρυμμένοι στα βουνά, στα δάση, αόρατοι άνθρωποι. Μετακινούνται σαν νομάδες και το μόνο που τους συνδέει με την οργανωμένη κοινωνία είναι που πηγαίνουν σούπερ μάρκετ κατά καιρούς για να πάρουν πράγματα.

Κατά τ΄άλλα, πίνουν το νερό της βροχής, τρέφονται με καρπούς από τα δέντρα ή στην καλύτερη κονσέρβες και όλη τους η υλική περιουσία είναι το σακίδιο στην πλάτη.

Η στάση ζωής τους τους καθιστά παράνομους και γι΄αυτό δεν κινούνται χωρίς το φόβο μην τους βρουν οι αρχές. Οι δασοφύλακες για παράδειγμα. Οπότε αυτό που μαθαίνει ο Γουίλ την κόρη του είναι πως να κρύβεται ανάμεσα στις φυλλωσιές, πως να ενσωματώνεται σαν χαμαιλέοντας. Μόνο που δεν το πετυχαίνουν απόλυτα. Έτσι, τους συλλαμβάνουν και τους τοποθετούν σε προγράμματα επανένταξης στην κοινωνία.

Θα περίμενε κανείς ότι αυτό θα το έβλεπαν ως μια ευκαιρία. Τους δίνουν στέγη, τους παρέχουν δουλειά, γενικώς όλα τα εφόδια για να λειτουργήσουν εντός της κοινωνίας με επάρκεια. Όμως δεν το θέλουν. Ο Γουίλ κυρίως. Γιατί η κόρη του η Τομ δεν γνώρισε άλλη ζωή για να ξέρει τι θέλει. Η επαφή της με την άνεση της ζωής κάτω από μια στέγη, της συναναστροφής με άλλους ανθρώπους, αρχίζει να την αλλάζει.

Τη στιγμή που ο Γουίλ θέλει συνεχώς να φεύγει, εκείνη νιώθει πως ήρθε η στιγμή να ριζώσει. Εδώ συστήνεται μια σύγκρουση η οποία εκπληρώνεται με έναν εντελώς απροσδόκητο τρόπο. Όχι με ένταση, όχι με φωνές, όχι με την επιβολή του πατέρα-προστάτη στο παιδί. Η ζωή στη φύση τον έμαθε να αποδέχεται την διαφορετική επιθυμία, ακόμα κι αν αυτή σημαίνει τον διαχωρισμό του από το παιδί του.

Το Leave No Trace είναι μια συγκινητική και σκληρά ρομαντική ταινία που κάθε της λεπτό είναι άξιο για να το απορροφήσεις, να το ξεζουμίσεις. Επενδυμένη με την κουλτούρα της κάντρι μουσικής και φιλοσοφίας ζωής, με τη βαρύθυμη μουντάδα της συμπεριφοράς που διακρίνει τους μεσαίους Αμερικάνους, αλλά και με το ήρεμα τονισμένο «πάθιασμα» τους, γλιστράει στα συναισθήματα του θεατή.

Δεν υπόκειται στη δυναστεία των συναισθηματικών εξάρσεων για να δείξει τι νιώθουν οι πρωταγωνιστές. Δεν καταφεύγει σε κλάματα, σε φωνές, σε ουρλιαχτά, σε ένταση που εκδηλώνεται με το σώμα. Δεν θα ταίριαζε καθόλου άλλωστε στο προφίλ των δύο πρωταγωνιστών όπως το χτίζει από την πρώτη στιγμή. Όλες οι σκηνές, όλη η ταινία είναι σαν να μας προετοιμάζει γι΄αυτό που θα συμβεί τόσο απλά στο τέλος.

Η Τομαζίν ΜακΚένζι και ο Μπεν Φόστερ τοποθετούνται εδώ με την ίδια βαρύτητα. Η Τομαζίν είναι αυτή που μιλάει περισσότερο. Ο Φόστερ είναι αυτός που απλά πράττει. Σαν τους πρώτους άντρες, σαν τους Νεάντερταλ. Φροντίζει, προστατεύει, επουλώνει. Η Τομαζίν είναι αυτή που παράγει τις λέξεις άρα και τα συναισθήματα. Άρα και τη σύνδεση των ανθρώπων με τα πράγματα, με τους άλλους ανθρώπους, με το σταθερό έδαφος.

Κι όλα αυτά έρχονται να συστεγαστούν κάτω από την καθοδήγηση της Ντέμπρα Γκράνικ, μιας από τις εξέχουσες γυναίκες της σκηνοθεσίας στην underground Νέα Υόρκη.

Το Leave No Trace μπορεί να σου δώσει ένα πολύτιμο τσίμπημα και αν είσαι πιο ανοιχτός, ίσως πάρεις ακόμα περισσότερα τσιμπήματα.