Κάπου στα σύνορα Καλιφόρνιας και Νεβάδας υπάρχει ένα ξενοδοχείο, το El Royale. Ανήκει και στις δύο πολιτείες εξ ημισείας. Ή καλύτερα, του ανήκουν και οι δύο πολιτείες εξ ημισείας. Ο περιβάλλων χώρος του είναι λες και έχουν συσσωρευτεί οι εκτάσεις των δύο σε μερικά τετραγωνικά. Αλλά και το εσωτερικό του ξενοδοχείου δεν πάει πίσω.
Κάθε μισό ακολουθεί διαφορετικούς κανόνες κι έχει διαφορετική διακόσμηση. Κάθε πελάτης μπορεί να επιλέξει που θέλει να μείνει. Μόνο που δεν υπάρχουν πια πελάτες. Είναι ένας τεράστιος χώρος όπου δουλεύει ένας υπάλληλος. Ρεσεψιονίστ, υπεύθυνος καθαρισμού, κάνει τα πάντα. Αν και δεν τα κάνει όλα. Ο χρόνος του είναι μεταξύ της ρεσεψιόν και του δωματίου του όπου βαράει ενέσεις ναρκωτικών.
Το El Royale έζησε μεγάλες δόξες. Όχι πια. Συνήθως δεν θα βρεις κανέναν να μένει εδώ. Γι΄αυτό και είναι παράξενο το γεγονός ότι μέσα σε μια μέρα εμφανίστηκαν 4 νέοι πελάτες. Ο πάτερ Ντάνιελ Φλιν. Η Νταρλί Σουίτ που θέλει να γίνει τραγουδίστρια. Ο Λάραμι Σάλιβαν που κρατάει δύο βαλίτσες και ισχυρίζεται ότι είναι πλασιέ. Και μια κοπέλα που υπογράφει ως Fuck You στον κατάλογο του ξενοδοχείου για τους διαμένοντες.
Αυτοί οι τέσσερις μένουν σε διπλανά δωμάτια και πολύ γρήγορα αποδεικνύεται ότι κανείς δεν είναι αυτό που λέει ή φαίνεται. Όλοι τους έχουν έναν σκοπό σε αυτό το ξενοδοχείο. Δεν το επέλεξαν τυχαία. Δεν σταμάτησαν εν μέσω μιας κουραστικής διαδρομής ή μιας κακοκαιρίας για να βρουν ένα καταφύγιο.
Ο Λάραμι Σάλιβαν είναι ο συνδετικός κρίκος και η δράση του οποίου θέτει σε εκκίνηση λειτουργίας τις ιστορίες των υπολοίπων. Ο Λάραμι ανακαλύπτει ότι οι καθρέφτες των δωματίων είναι διπλής όψης και σε ένα απ΄αυτά υπάρχει μια κάμερα να καταγράφει. Περνάει από τα δωμάτια των άλλων και τους βλέπει να κάνουν πράγματα.
Ο πάτερ βγάζει τις σανίδες από το πάτωμα και φαίνεται να ψάχνει κάτι. Η Νταρλίν τραγουδάει με μια βελούδινη φωνή. Η άγνωστη που την λένε Έμιλι, σέρνει μια κοπέλα φιμωμένη και δεμένη χειροπόδαρα στο δωμάτιό της. Ο Σάλιβαν, πριν κάνει την ανακάλυψη, είχε βγάλει καμιά 20αριά κοριούς από το δωμάτιο που επέλεξε. Άλλο ένα παράξενο. Ο Σάλιβαν επέμενε περιέργως να μείνει στη σουίτα των νεόνυμφων. Δίχως να είναι νεόνυμφος. Ούτε καν είχε γυναίκα μαζί του.
Μέσα σε αυτόν τον κυκεώνα πληροφοριών αρχίζουν να συμπλέουν οι πορείες των 4 ενοίκων συν την κρατούμενη κοπελίτσα και τον Μάιλς τον ρεσεψιονίστ. Πρώτα κατά δυάδες, ύστερα τριάδες, στο τέλος είναι όλοι μαζί και ξεφουρνίζουν στον Μπίλι Λι, έναν συμμορίτη, τις πραγματικές τους αναζητήσεις στο El Royale. Οι Bad Times έχουν τεθεί σε εφαρμογή και όταν τα μυστικά φανερωθούν, τα πράγματα βαίνουν προς το απόλυτα ανεξέλεγκτο.
Με τον φόβο να πω πράγματα που είναι καλύτερο να τα ανακαλύψεις όταν δεις την ταινία που φέρνει η Odeon στις αίθουσες (για την ακρίβεια την έφερε από την Πέμπτη που μας πέρασε), θα επικεντρωθώ λίγο στην αύρα, στην ατμόσφαιρα και τη σκηνοθετική επιρροή. Ο Ντρου Γκοντάρ θα μπορούσε κάλλιστα να είναι ένα κράμα αδελφών Κοέν και Ταραντίνο.
Οι εικόνες φέρνουν αρκετά σε κάτι γουεστερνικό. Δεν είναι όμως. Γιατί έρχεται η μουσική για να προσφέρει το απαραίτητο «παυσίπονο» σε μια ταινία δράσης όπως είναι το Bad Times at the El Royale. Μια δράση που πιστοποιείται με τις σκηνές και την πλοκή.
Η σκηνή στο δωμάτιο της Έμιλυ. Η σκηνή στο μπαρ με τον πατέρα Φλιν και την Νταρλίν. Η προτελευταία μεγάλη σεκάνς με όλους μαζί συγκεντρωμένους στο σαλόνι του ξενοδοχείου να παίζουν ρώσικη ρουλέτα. Η δράση όμως αναδεικνύεται με πολύ έξυπνο τρόπο στις σκηνές που βλέπουμε τους πελάτες του ξενοδοχείου κατά μόνας ή σε ντουέτα.
Είναι τρία πολύ χαρακτηριστικά σημεία στην ταινία που σπάνε τη ροή. Η ταινία είναι σαν μια εκτεταμένη βερσιόν της σκηνής στο εστιατόριο από το Pulp Fiction. Σαν μια ταινία-αναφορά στην ρομαντική και πιο συναισθηματική Αμερική του ’60 και του ’70. Αναδύεται μια κάποια αθωότητα, αν μπορώ να πω μια λέξη που να προσεγγίζει όσο το δυνατόν περισσότερο αυτό που βλέπουμε.
Μια αθωότητα εμφανώς «σπασμένη», έτοιμη να την διαρρήξουν. Όπερ και γίνεται. Η αθωότητα δίνει τη θέση της στη ραδιουργία, στο «μεταξύ κατεργαραίων ειλικρίνεια» μοτίβο και σε μια κατάσταση επιβίωσης. Η επιβίωση εδώ απορρέει από την ανάγκη όλων να κρατήσουν τα μυστικά τους μακριά από το γνωστικό πεδίο των άλλων.
Ο Γκοντάρ κάνει κάποια μικρά πράγματα που καθιστούν τις αφηγήσεις των διαφορετικών ιστοριών πολύ πιο «κινηματογραφήσιμες» για να το θέσω κάπως αδόκιμα. Επαναλαμβάνει μια συγκεκριμένη σκηνή από τρεις διαφορετικές κάμερες. Σε πηγαίνει πίσω στον χρόνο και σε φτάνει ξανά στο σημείο που έμεινες. Και μετά πάλι πίσω. Καδράρει τις παρεκβάσεις του που ωθούν στο προσκήνιο το παρελθόν των χαρακτήρων πριν τους ενώσει μια μοίρα στο El Royale.
Λειτουργεί με έναν κυβιστικό τρόπο σαν ένας κινηματογραφικός Πικάσο. Στη θέση των Δεσποινίδων της Αβινιόν βλέπουμε ανθρώπους που τοποθέτησαν εαυτούς στο κοινωνικό περιθώριο, γιατί αυτό βόλευε τη δράση τους.
Η σκηνή με τον πατέρα Φλιν και την Νταρλίν στο δωμάτιο της και με την Έμιλι να τους λαθροκοιτάζει από την πίσω μεριά του καθρέφτη είναι ευφυέστατα στημένη και δομείται με ιδιαίτερο χιούμορ.
Το Bad Times at the El Royale έχει δύο άσους για το τέλος. Ο ένας αφορά τον χαρακτήρα του Μάιλς, του ρεσεψιονίστ. Μια εκ διαμέτρου συνθήκη για την θέση του μέχρι τότε αδύναμου ήρωα. Αυτός που έτρεμε δεμένος μπροστά στην Έμιλι, έτρεμε όχι από φόβο για τη ζωή του. Αλλά γιατί φοβόταν να αντικρύσει ξανά ένα τέρας που είχε μέσα του. Γι΄αυτό και είχε τόσο ανάγκη να εξομολογηθεί.
Φώτα νέο, ένα ερημικό σημείο που «αναπνέει» μόνο λόγω του έρημου ξενοδοχείου, μια εικόνα μεγαλοπρέπειας ως αντίθεση στη μίζερη μονοτονία του El Royale, βροχή, παιδιά των λουλουδιών, κατασκοπεία, μουσική από τις καλύτερες τις μέρες και σφαίρες. Το αμάλγαμα του Γκοντάρ σε αποζημιώνει πέρα ως πέρα.
* Το Bad Times at the El Royale κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon από τις 18/10.