Από τον Φεβρουάριο του 2016 μέχρι την περασμένη Παρασκευή το Netflix και η Marvel μας προσέφεραν μόνο απογοητεύσεις με ελάχιστες εξαιρέσεις. Το Iron Fist ασχολίαστο. Το Defenders επίσης. Το Jessica Jones ξεκίνησε καλά, αλλά σκόνταψε κι έπεσε στα μέσα της πρώτης σεζόν. Το Luke Cage ήταν σχετικά καλό, όχι όμως αξιομνημόνευτο.
Το μοναδικό καλό αποτέλεσμα ήταν το Punisher. Κι αυτό ξέρετε γιατί συνέβη; Γιατί ο κύριος Punisher ήταν spin off σειρά μετά την καθολική αποθέωση του στον δεύτερο κύκλο του Daredevil. Με λίγα λόγια, ό,τι πραγματικά άρτιο έχει παράξει η παρουσία της Marvel στο Netflix οφείλεται στο Daredevil.
Αν και θα περίμενε κανείς η πρώτη σειρά να είναι η λιγότερο καλή και οι επόμενες να καλυτερεύουν πατώντας πάνω στα μαθήματα που διδάχτηκαν από το Daredevil, συνέβη το ανάποδο. Το Daredevil ήταν τόσο καλό από το πρώτο κιόλας επεισόδιο που ο πήχης έφτασε σε ύψος απλησίαστο για τους άλλους. Κρίνοντας από τις μετέπειτα επιλογές, είναι ξεκάθαρο ότι η επιτυχία αυτής της σειράς χρωστάει πολλά στην τύχη.
Στο γεγονός ότι οι δημιουργοί κέντησαν σεναριακά στους χαρακτήρες. Στο ότι οι ηθοποιοί που επιλέχτηκαν, κατάφεραν να ενωθούν αρμονικά με τον ρόλο τους. Κι αφού πέτυχε η πρώτη συνταγή, δεν έμενε παρά να ακολουθηθεί και στις επόμενες δύο σεζόν. Ακολουθήθηκε με την προσθήκη κάθε φορά ενός νέου υλικού που την έκανε πιο συναρπαστική.
Στη δεύτερη σεζόν μπορεί να αφαιρέθηκε από το κάδρο ο Γουίλσον Φισκ, αλλά μπήκε ο Punisher. Στην τρίτη σεζόν που κυκλοφόρησε την Παρασκευή, είχαμε την επάνοδο του Φισκ στα ηνία του κόσμου της νύχτας του Χελς Κίτσεν και την προσθήκη ενός χαρακτήρα με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον. Ένα ενδιαφέρον που ήδη ακούγεται ότι μπορεί να μετουσιωθεί σε spin off σειρά.
Ο λόγος για τον Bullseye, ένα νέο χαρακτήρα από το σύμπαν της Marvel που εξελίσσεται στην τρίτη σεζόν και ερείδεται υπό του Γουίλσον Φισκ, ο οποίος κατεδαφίζει όλα τα τείχη που κρατούσαν μέσα του αυτή τη δύναμη.
Ο τρίτος κύκλος καθιστά αναμφίβολο ότι μιλάμε για τη σειρά που ξέρει να δημιουργεί τους καλύτερους κακούς. Ή τους καλύτερους vigilantes εν πάση περιπτώσει. Αυτούς που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί. Είναι απλά επιβήτορες. Ξέρουν πως να αντιμετωπίσουν όλα τα στραβά αυτής της τεράστιας πόλης που σέβεται πολύ λιγότερα απ΄αυτά που ατιμάζει.
Ο Μπεν Ποϊντέξτερ δεν είναι το ύψιστο δείγμα. Είναι ένα απ΄αυτά. Ανοίγει πόρτα σε μια νέα ιστορία που λειτουργεί τονωτικά. Ανανεώνει την άγαστη σχέση Ματ Μέρντοκ-Γουίλσον Φισκ. Μετά τα γεγονότα των δύο πρώτων σεζόν μόνο αυτή η γέφυρα με τον Bullseye θα μπορούσε να ανυψώσει και πάλι την επαφή του απόλυτου κακού με το απόλυτο καλό.
Σε αυτή τη σεζόν βλέπουμε ακόμα μεγαλύτερες ψυχολογικές μάχες που πρέπει να δώσει ο Daredevil. Πρώτα με το βίωμα της απώλειας της Electra. Μετά με την απόφαση του να ξεκόψει φιλικούς δεσμούς για να μπορέσει να κυνηγήσει απρόσκοπτα των Φισκ. Ύστερα το μυστικό από το παρελθόν του. Και στο τέλος η πιο σκληρή μάχη με τον εαυτό του.
Η στιγμή που είναι έτοιμος να ταυτιστεί με το τέρας που αντιμετωπίζει. Η στιγμή που έχει πάρει απόφαση να ενδώσει γιατί κανένας άλλος τρόπος δεν απέδωσε την πραγματική δικαιοσύνη.
Κάθε επεισόδιο έχει την δική του υπόσταση και μπορεί να σταθεί τόσο αυτόνομα όσο και σε μια ισορροπημένη σύνδεση με το πριν και το μετά. Αυτό είναι το τρομερό με το σενάριο, την πλοκή. Όλα εξηγούνται με τον τρόπο τους την κατάλληλη στιγμή.
Η θρυαλλίδα της πόρωσης σε αυτή την αλληλουχία πραγμάτων είναι ο Γουίλσον Φισκ. Ό,τι και να πεις για τον Ντ΄Ονόφριο και το πως «κλείδωσε» με τον χαρακτήρα δεν αρκεί. Κάθε λέξη που βγαίνει από το στόμα του ακούγεται σαν ποίηση. Μια πολύ σκοτεινή και θανατηφόρα μεν, ποίηση δε.
Γενικότερα, το Daredevil έχει στηθεί πάνω σε αντίβαρα. Σε αντίρροπες δυνάμεις. Μέρντοκ-Φισκ, Μέρντον-Φόγκι, Μέρντοκ-Κάρεν, Κάρεν-Φόγκι, Φισκ-Βανέσα, Ποϊντέξτερ-Τζούλι. Σε κάθε ένα υπάρχει ένα μικροσκόπιο που σου επιτρέπει να κοιτάξεις πιο βαθιά.
Κι είναι το πιο ευχάριστο που είναι η μία από τις δύο σειρές που φαίνεται να παραμένουν στη σκέπη του Netflix και να μην τις παίρνει η Disney για τη δική της πλατφόρμα που θα φτιάξει. Ας ελπίσουμε να μείνει έτσι.