Το Overlord είναι από τα πιο τίμια θρίλερ που κυκλοφόρησαν το 2018

Πήγαινε στο σινεμά να το δεις και θα μας θυμηθείς.

Λίγο μετά το τέλος της ταινίας έχουμε κάτσει έξω από τα Odeon Starcity με κάτι παιδιά και συζητάμε για το αν μας άρεσε. Ένας ενθουσιάστηκε. Ένας άλλος είχε διαφορετικές προσδοκίες και δεν ανταποκρίθηκε η ταινία σε αυτές. Εγώ πήγα χωρίς να ασχοληθώ ούτε με το trailer, ούτε με τίποτα. Είδα μόνο επιγραμματικά περί τίνος πρόκειται. Και στο τέλος έφυγα παραπάνω από ευχαριστημένος.

Δεν ξέρω αν είναι το παραπάνω μια κατάσταση υποχρεωτική, αλλά το Overlord – πιστεύω – ότι θα ξεπληρώσει με κάποιον δικό του τρόπο κάθε κατηγορία. Αυτόν που νομίζει ότι θα δει ένα ασταμάτητο θρίλερ, αυτόν που ελπίζει σε ένα world war epic, αυτόν που περιμένει να δει αδιάκοπη δράση κι αυτόν που δεν περιμένει απολύτως τίποτα. Πάει σαν λευκή κόλλα να επιτρέψει στην ταινία να γράψει πάνω του όσα θέλει.

Το Overlord, που κυκλοφορεί από την Odeon σήμερα, είναι ένας συγκερασμός ταινίας εποχής με θρίλερ. Το πρώτο έρχεται όμως σε δεύτερο επίπεδο. Ίσως και τρίτο. Είναι άλλο το διακύβευμα εδώ. Δεν τίθεται από νωρίς και μονοκόμματα. Έχει ένα βήμα αργό, που θέλει το χρόνο του. Κάθε στιγμή που περνάει πλησιάζει ο κάθε επόμενος οιωνός για να σου χτίσει τον τελικό προορισμό. Τούβλο-τούβλο.

Μια διμοιρία Αμερικανών στρατιωτών κατευθύνεται στη Γαλλία για να αναχαιτίσει τους Ναζί. Τα πράγματα εξελίσσονται άσχημα πριν καν προσγειωθεί το αεροπλάνο τους. Το οποίο βέβαια δεν είχε σκοπό να προσγειωθεί. Αλλά οι ριπές των πολυβόλων το διαλύουν ουσιαστικά. Οι επιβαίνοντες έχουν πέσει με αλεξίπτωτο και ο κάθε ένας προσγειώνεται αλλού.

Οι περισσότεροι πεθαίνουν στον αέρα, στην πτώση και μετά που τους πιάνουν οι Γερμανοί. Επιβιώνουν μόνο πέντε. Ένας αριθμός που στην πορεία αυξομειώνεται κατά έναν και μεταβάλλεται μέχρι το τέλος. Τέλος πάντων. Απ΄αυτούς που επιβιώνουν, οι δύο δεν είναι war material. Δεν το έχουν μέσα τους. Δεν έχουν σκοτώσει ποτέ. Πλησιάζουν φοβισμένοι τον αντίπαλο.

Από τους άλλους δύο είναι ένας που έχει φάει με το κουτάλι το πεδίο της μάχης και τους καθοδηγεί κι ένας άλλος που μοιάζει να έχει άγνοια κινδύνου και να μην αντιλαμβάνεται τη σοβαρότητα των πραγμάτων. Μια προσέγγιση που αποδεικνύεται και η πιο ωφέλιμη για την επιβίωση.

Παρά το ότι ο στρατηγός τους πέθανε, εκείνοι θα επιχειρήσουν την ολοκλήρωση της αποστολής. Σε ένα γαλλικό χωριό, το Σιλμπλάνκ, υπάρχει ένας πύργος που βρίσκεται το γερμανικό στράτευμα. Στόχος είναι να τοποθετήσουν εκρηκτικά και να τους σκοτώσουν, ώστε όταν έρθουν οι ενισχύσεις να καταλάβουν το μέρος και να το χρησιμοποιήσουν ως προπύργιο κατά της ναζιστικής επέλασης.

Έχοντας τη βοήθεια μιας κοπέλας από το χωριό, θα βρουν κρυψώνα για να οργανωθούν. Έχουν μερικές ώρες για να φέρουν εις πέρας την αποστολή. Πολύ γρήγορα θα καταλάβουν ότι δεν έχουν απλά να αντιμετωπίσουν τους στρατιώτες του Γ’ Ράιχ. Έχουν να πολεμήσουν με στρατιώτες που «αναστήθηκαν». Τους στρατιώτες των 1.000 ετών.

Οι Γερμανοί χρησιμοποιούν τον πύργο και την παρακείμενη εκκλησία ως εργαστήριο πειραμάτων. Κάθε μέρα παίρνουν ανθρώπους και τους υποβάλλουν σε συγκεκριμένες διαδικασίες που το αποτέλεσμα τους είναι τρομακτικό. 

Με πολλές σκηνές που θέλουν απλά να σου κόψουν την ανάσα και να δημιουργήσουν βαθουλώματα στην πλοκή από τη μια στιγμή στην άλλη, το Overlord πετυχαίνει την ισορροπία στην δράση και το θρίλερ που ανταλλάσσει στοιχεία με το horror. Έρχονται τόσο απότομα αυτά τα πλάνα. Και φεύγουν το ίδιο απότομα. Οι επιδράσεις τους στον εκάστοτε χαρακτήρα ανεβοκατεβαίνουν την ένταση χωρίς ενδιάμεσες στάσεις.

Δεν ισχύει το ίδιο για τον θεατή. Μια, δυο, τρεις, μπαίνει σιγά σιγά σε ένα μοτίβο και δημιουργεί άμυνες. Άμυνες που θα του χρειαστούν στο μετέπειτα της ιστορίας. Μια ιστορία που κάνει τις μεταβάσεις της στον σωστό χρόνο δίχως να χρονοτριβεί. Δεν επιμηκύνει τις σκηνές αναίτια, δεν τις βασανίζει. Ούτε υποτάσσεται στις υπερβολές. Έχει βασικές δομές του είδους της, αλλά όχι με την αρνητική έννοια του κλισέ.

Στον σχηματισμό της θυμίζει κάτι από Dunkirk και το Fury, αφού έχει και τον πολύ δυνατό ήχο της πρώτης, ειδικά στο ξεκίνημα, αλλά και τις περιορισμένης έκτασης σκηνές με ανταλλαγή πυρών, σε μια λογική λίγοι εναντίον των πολλών.  Κοινή αναφορά είναι και η επιλογή της τοποθέτησης της κάμερας από τον σκηνοθέτη Τζούλιους Έιβερι.

Πρόκειται για έναν νεαρό σκηνοθετικά Αυστραλό, με το Overlord να είναι μόλις η 4η ταινία του μεγάλου μήκους. Από την πρώτη σκηνή δίνει το στίγμα του. Στην πρώτη του Εντ, του πρωταγωνιστή στρατιώτη, η κάμερα στριφογυρίζει ακολουθώντας την πορεία της πτώσης. Σαν να είναι η κάμερα ο άνθρωπος. Ή σαν να είμαστε εμείς αυτοί που πέφτουν. Το μάτι πλανεύεται όμορφα.

Είναι πολλές οι φορές που τέτοιες δύσκολες λήψεις καταλήγουν φιάσκο και αλλοιώνουν πολύ την πρώτη αίσθηση. Σε προδιαθέτουν για ένα διαφορετικό είδος ταινίας. Εδώ δεν συμβαίνει αυτό. Και μετά επιχειρεί σε ελάχιστες στιγμές πλάνα που κόβουν το σώμα και αφήνουν στην απ΄έξω τη μέση και κάτω. Τα περισσότερα πλάνα δείχνουν ολόκληρους τους ηθοποιούς. 

Σε μια τέτοια ταινία έχει την αξία του. Μιλάμε για πόλεμο, μιλάμε για τρόμο και ο τρόμος επιτείνεται στο έπακρο με τους νεκρούς που ανασταίνονται και κατασπαράζουν. Πρέπει να φανεί αυτό το συναίσθημα σε κάθε σωματική πτυχή. Δεν είναι μια φενάκη ή αποπροσανατολισμός. Είναι εργαλείο μετάβασης.

Για όλα αυτά το Overlord διατηρεί κάτι ατόφιο στο μεγαλύτερο μέρος της διάρκειας του. Και πάνω απ΄όλα εξυπηρετεί κι αυτό που είναι. Μια ταινία που θα την δεις με την παρέα σου και θα υπάρξει αντίδραση, αναστάτωση, άναυδες εκφράσεις, βλέμματα που θα διασταυρώνονται κάθε λίγο και λιγάκι και να επιβεβαιώνουν το ένα στο άλλο ότι είδαν το ίδιο.

* Το Overlord κυκλοφορεί από σήμερα στις αίθουσες από την Odeon.