Οι λόγοι που μπορεί να θες να δεις μια ταινία χωρίς να σε ενδιαφέρει οτιδήποτε άλλο, ποικίλλουν. Μπορεί να διάβασες το στόρι και να σου άρεσε η ιδέα. Μπορεί να την σκηνοθετεί ο αγαπημένος σου σκηνοθέτης. Μπορεί να πρωταγωνιστούν ηθοποιοί που βλέπεις πάντα τις ταινίες τους και σημειώνεις την εξέλιξη ή την μετάβασή τους από ρόλο σε ρόλο.
Το Widows είναι μια από τις ταινίες που είχα βάλει στόχο να δω τρεις μήνες πριν την κυκλοφορήσει η Odeon στις αίθουσες. Τρεις μήνες πριν το σήμερα δηλαδή. Την υπόθεση της τη διάβασα πολύ μετά. Το πρώτο πράγμα που μου υποκίνησε στοιχεία μέσα μου ήταν οι ηθοποιοί. Όχι όμως για τον λόγο που ανέφερα παραπάνω, ότι δηλαδή ήταν κάποιοι από τους αγαπημένους μου.
Σίγουρα τον Λίαμ Νίσον τον γουστάρω όσο δεν πάει. Έχω κάνει εσωτερική αναμόρφωση του ψυχικού μου χώρου με την Βαϊόλα Ντέιβις, ιδίως στο Fences. Άλλαξα εντελώς γνώμη για τον Φάρελ μετά τους δύο Λάνθιμους. Εκείνο που ήθελα όμως πολύ να δω είναι πως θα ταιριάξουν αυτοί οι ηθοποιοί, αυτοί οι χαρακτήρες που προέρχονται από διαφορετικά επαγγελματικά περιβάλλοντα και τεράστιες αποκλίσεις στο υποκριτικό τους παρελθόν.
Αυτό το ενδιαφέρον αφορούσε κυρίως την γυναικεία τετράδα που εν τέλει έγινε πεντάδα και λιγότερο την αντρική τετράδα, αφού στην πράξη ελάχιστη ήταν η ταυτόχρονη παρουσία τους. Όταν πια διάβασα και την υπόθεση του Widows, τότε σχηματίστηκαν πολλών ειδών δίπολα στο μυαλό μου για το πως θα αλληλεπιδρούσαν ο ένας με τον άλλο ηθοποιό.
Στην πρώτη ανάγνωση το Widows μοιάζει με το Ocean’s 8. Άλλη μια ταινία για τη γυναικεία ισχύ εν τη ενώσει. Κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο και στη διαχείριση της ταινίας, τότε θα μιλούσαμε για μια…πατάτα. Δεν έγινε έτσι. Ο Στιβ ΜακΚουίν δεν πήγε απλώς να αποτυπώσει μια καλοστημένη ληστεία τεσσάρων γυναικών. Έκανε στην πράξη πολλά περισσότερα πράγματα που ξεφεύγουν από την απλή αυτή συλλογιστική.
Στο Widows έχουμε την ανατροπή τεσσάρων ζωών. Τέσσερις άντρες έχουν συστήσει μια συμμορία που κάνει ληστείες μεγάλων ποσών. Η αστυνομία τους πετυχαίνει στην κρυψώνα τους και τους σκοτώνει. Οι τέσσερις γυναίκες, αντί να θρηνήσουν απρόσκοπτα τους νεκρούς τους, αρχίζουν και μαθαίνουν πράγματα γι΄αυτούς. Πράγματα που δεν κάνουν διακρίσεις.
Καταστάσεις που σε κυνηγάνε μέχρι να πεθάνεις. Και μετά κυνηγάνε όποιον αγαπάς. Στη σκιά μιας εκλογικής διαμάχης για μια περιοχή, υπάρχουν δύο επικίνδυνες συμμορίες. Μία που άγεται και φέρεται ως τέτοια και μια άλλη που χρησιμοποιεί το πολιτικό της κάλυμμα για να απομυζά στα κρυφά χρηματικά ποσά.
Ένας κυκλώνας αδίστακτων τύπων ορθώνεται γύρω από τις τέσσερις γυναίκες, με αποτέλεσμα την ένωση τους. Την ένωση και τη μετάλλαξή τους. Απλώς αυτές οι τέσσερις δεν είναι οι προφανείς τέσσερις. Κι αυτή είναι μόνο μία από τις ανατροπές που έχει το Widows. Είναι μόνο ένα από τα σημεία που θα πεις «κατάλαβα καλά; συνέβη αυτό που είδα ή κάτι δεν έχω αντιληφθεί…;».
Ο στόχος του Στιβ ΜακΚουίν, του σκηνοθέτη, δεν είναι να δημιουργήσει τους σούπερ action χαρακτήρες. Δεν πάει να κάνει μια ομάδα από θηλυκούς Λίαμ Νίσον. Επιχειρεί να τοποθετήσει τις ηρωίδες του σε θέση αδυναμίας με απώτερο στόχο να σπάσουν το καβούκι τους και να έρθουν σε ρήξη με τον παρελθοντικό τους εαυτό. Έστω και για λίγο.
Γι΄αυτό και δεν είναι άτρωτες, γι΄αυτό σαστίζουν στα κρίσιμα και ακούς τον τρεμουλιαστό παλμό τους καθώς πάνε να κάνουν κάτι που δεν θα το φαντάζονταν ποτέ. Όλα γίνονται αστραπιαία ως προς αυτό και φανερώνεται και η πρόθεση του σεναρίου. Όχι, δεν μας αφορά να δούμε το πλάνο τους να αναπτύσσεται βήμα βήμα.
Μεταφερόμαστε κάθε στιγμή στο σημείο της αντιμετώπισης. Κάθε μία καλείται να σταθεί απέναντι σε κάτι που εν τη παρουσία του άντρα της θα δείλιαζε και θα το άφηνε για τον «προστάτη». Κι αυτό δεν συμβαίνει με όρους μιας στείρας φεμινιστικής προσέγγισης. Γίνεται με καθαρά ανθρωπολογικό πλαίσιο.
Τέσσερις άνθρωποι βιώνουν το απροσδόκητο και το αυθόρμητο. Δεν έχουν καθόλου χρόνο να σκεφτούν. Απλά ενεργούν. Είναι μια πορεία που τις αποκόπτει από την αντίληψη που είχαν για τους εαυτούς τους.
Με αυτό το σκεπτικό λειτουργεί και η σκηνοθεσία. Του «βλέποντας και κάνοντας». Η κάμερα μοιάζει να περιπλανιέται ανάλογα την κίνηση του εκάστοτε ηθοποιού κι αυτό δημιουργεί μια πιστή απόδοση, μια σωστή αίσθηση για το διακύβευμα της ταινίας.
Η Βαϊόλα Ντέιβις δεν κάνει – ευτυχώς – ένα one woman show, αλλά με τον τρόπο της έλκει προς τα πάνω και τις συμπρωταγωνίστριές της, ιδίως την Σίνθια Ερίβο που αποτελεί και την ανερχόμενη δύναμη, σε ρόλο με μερικά κοινά και μερικά διαμετρικά αλλιώτικα χαρακτηριστικά με αυτόν που έχει στο Bad Times at El Royale.
Μια εξίσου σημαντική υποενότητα στο Widows είναι το πως δικαιολογείται κάθε επόμενη σεκάνς και δράση από τις προηγούμενες. Ιδίως στο κομμάτι της σχέσης του ήρωα του Φάρελ με τον ήρωα του Ρόμπερτ Ντιβάλ. Πατέρας και γιος. Νεποτισμός. Υποχρέωση. Σχέση δομημένη στο αμερικανιστί legacy και όχι στην πατρική στοργή και στήριξη προς τον γιο.
Σε μια σκηνή ο Τζακ Μάλιγκαν (Φάρελ) λέει στον πατέρα του ότι περιμένει «τη στιγμή που θα πάψω να μιλάω με ανθρώπους σαν και σένα. Γιατί θα έχεις πεθάνει». Πάνω σε αυτή τη σκηνή εμπεριέχεται όλη η μορφή της κάθαρσης που έρχεται αργότερα.
Σαν κάτι σκηνές που μια οντότητα σκοτώνεται και αντί να βγάλει αίμα, βγάζει μια μαύρη σκόνη που την παίρνει ο αέρας και σκεπάζει τους πάντες. Μόνο που αυτή η μαύρη σκόνη δεν έχει πια δύναμη. Θα καλύψει για λίγα δεύτερα και μετά θα διασκορπιστεί κι άλλο.
Το Widows είναι μια ταινία που δικαιώνει τις προσδοκίες. Πέρα από το mindblowing στοιχείο της, σου προσφέρει πολλά για να εστιάσεις, να τα επεξεργαστείς μέσα σου και να τα ερμηνεύσεις όπως βρίσκουν καλύτερα νόημα στο μυαλό σου. Άλλωστε, αυτό είναι πάντοτε το βαθύτερο νόημα για οποιαδήποτε μορφή τέχνης. Και το Widows το υπενθυμίζει.
* Το Widows κυκλοφορεί στις αίθουσες από την Odeon.