Το Creed 2 είναι ο λόγος που αγαπάμε το σινεμά

Μέχρι και τον Ιβάν Ντράγκο με το γιο του θα αγαπήσεις.

Ίσως να μην είμαι ο πιο αντικειμενικός κριτής. Ίσως είμαι παραπάνω συναισθηματικός απ΄όσο πρέπει όταν πρόκειται για τέτοιες ταινίες. Ίσως να νιώθω μεγαλύτερη ανάγκη απ΄όσο θα δικαιολογείτο να δω τον Σιλβέστερ Σταλόνε σε ακόμα ένα standing ovation όπως αυτό του 2016 για το πρώτο Creed.

Αλλά ό,τι κι αν ισχύει από τα παραπάνω, δεν υπάρχει λόγος να συγκρατηθούμε. Το Creed 2 που φέρνει η Tanweer στις αίθουσες από σήμερα, όχι απλώς είναι μια σεσημασμένα υπέροχη αφήγηση για το σινεμά. Είναι μια ταινία που προς έκπληξη αρκετών κατάφερε να κάνει προσαυξήσεις στις εικόνες και τα συναισθήματα που προσέφερε το πρώτο μέρος.

Διόλου παράλογα κάποιοι περίμεναν-με ότι η επανάληψη της ιστορίας θα κατακλυστεί από κλισέ ατάκες και καταστάσεις. Ο Ιβάν Ντράγκο συναντά ξανά τον Ρόκι και βάζει τον γιο του να παλέψει με τον επί της ουσίας γιο του, τον Άδωνη Κριντ. Σε συνδυασμό με το ότι ο Ράιαν Κούγκλερ δε θα σκηνοθετούσε την ταινία αυτή τη φορά, ήταν βάσιμη η σκέψη πως θα δούμε κάτι…πεσμένο.

Ευτυχώς αυτή η σκέψη καθαιρέθηκε εν τη γενέσει της. Ο Στίβεν Κέιπλ Τζούνιορ μπόρεσε να δώσει μια ανανεωτική ματιά σε συγκεκριμένα σημεία του Creed, εννοείται με τη συμβολή και του Κούγκλερ που ήταν στην παραγωγή, αλλά και του Σταλόνε φυσικά που χάρισε τον δικό του συναισθηματισμό στον σκηνοθέτη για να τον «παντρέψει» με τον ενθουσιασμό και το μεράκι της αφήγησης που συνεπάγεται η ανάληψη μιας τέτοιας ευθύνης.

Ας μην ξεχνάμε ότι για τον Στίβεν Κέιπλ είναι μόλις η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του και ο μόλις 7ος του χρόνος ως σκηνοθέτης. Πολύ μικρό διάστημα σε αυτό το επάγγελμα. Κι όμως έχει την τύχη και μετά την ικανότητα να αξιοποιήσει στο έπακρο αυτή την ευκαιρία.

Το Creed 2 ξεπερνά πολλές κινηματογραφικές έννοιες. Τόσο του σινεμά εν γένει, αλλά κυρίως του είδους που είναι και όλης της κληρονομιάς της. Για να το πετύχει αυτό καταφεύγει σε όλα τα διαθέσιμα μέσα και τα χρησιμοποιεί με τον καλύτερο τρόπο.

Η ιστορία στο Creed ξαναγράφεται με διαφορετικό τρόπο. Ο Άδωνις είναι πια πρωταθλητής βαρέων βαρών, είναι καλά στη ζωή του, ερωτευμένος, ετοιμάζεται να παντρευτεί, έχει τη μητέρα του και τον Ρόκι Μπαλμπόα να τον καθοδηγούν, έχει κάνει την ειρήνη του με το παρελθόν και την απουσία του πατέρα του, όλα μοιάζουν να κυλούν ιδανικά στη Φιλαδέλφεια.

Μερικές χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα όμως σιγοκαίει μια φωτιά και μια δίψα για ανάκτηση της αξιοπρέπειας. Ο Ιβάν Ντράγκο έχει βρεθεί κάπου στην Ουκρανία να ζει στο περιθώριο μαζί με τον γιο του και να δουλεύουν ως εργάτες του πεταματού. Η γυναίκα του και μητέρα τους έχει παρατήσει από χρόνια κι αυτή η απώλεια έγινε συνώνυμο της υποτίμησης. Δημιούργησε έναν δαίμονα και στους δύο. Έναν δαίμονα που στην πορεία της ταινίας παίζει το ρόλο του.

Ο Βίκτορ Ντράγκο είναι ένα θηρίο. Εννοείται πως παίζει μποξ κι εννοείται πως είναι ανίκητος. Για την ακρίβεια δεν φτάνει ποτέ πέρα από τον 4ο-5ο γύρο. Κανείς αντίπαλος του δεν υπάρχει να αντέξει παραπάνω. Στα μάτια του Ιβάν έχει εμφανιστεί το πλήρωμα του χρόνου για να γυρίσει η παλίρροια της ιστορίας. Εκείνος ταπεινώθηκε από τον Μπαλμπόα μέσα στο σπίτι του, τώρα ο Βίκτορ θα ανταποδώσει στον Κριντ. Αλλά στην ουσία θα είναι κι ένα χτύπημα για τον Ρόκι.

[ΑΠΟ ΔΩ ΚΑΙ ΠΕΡΑ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΜΕΡΙΚΑ SPOILER ΟΠΟΤΕ ΠΡΟΣΕΧΕ ΠΟΥ ΠΑΤΑΣ]

Μέχρι το σημείο της πρώτης μάχης το Creed κινείται χωρίς να ξαφνιάζει ή να αναζητά το ανατρεπτικό. Αλλά ποιος είπε ότι πρέπει πάντα να γίνεται έτσι; Ποιος είπε ότι το αναμενόμενο δεν βρίσκει εφαρμογή κάποιες φορές; Εξάλλου, εδώ γίνεται ως ανάγκη. Είναι απαραίτητο ώστε να μπορέσει να στηριχτεί η αλλαγή πλεύσης στο υπόλοιπο της ταινίας.

Βλέπουμε και το διαχρονικό μήνυμα, τον συμβολισμό που θέλει να έχει πάντα σε αυτές τις ταινίες ο Σταλόνε. Στην πρώτη μάχη ο Κριντ προπονείται με τους καλύτερους προπονητές, με όλα τα κομφόρ, όπως ο Ιβάν Ντράγκο πίσω στο 1985. Αντίθετα, ο Βίκτορ Ντράγκο προπονείται όπως είχε προπονηθεί ο Μπαλμπόα πριν αντιμετωπίσει τον πατέρα του. Αυτή δεν είναι η μόνη αντιστροφή θέσεων. Οι δύο μονομάχοι θα αλλάξουν ξανά θέσεις για τον δεύτερο αγώνα τους.

Το μήνυμα είναι σαφές. Πρέπει να γίνεις ένα με το θηρίο για να το νικήσεις. Ο Άδωνις υπολείπεται σε όγκο του Βίκτορ. Και σε μπράτσα. Μια δυνατή μπουνιά όμως θέλει τη φόρα της για να φανεί. Αν δεν έχει φόρα να πάρει, τότε θα πονέσει λιγότερο. Κι αυτό μόνο ο ίδιος ο Ρόκι μπορεί να το διαγνώσει. Και το κάνει.

Μόνο που στο Creed 2 δεν έχουμε να κάνουμε με μια υπέρτατη μάχη που πρέπει να αναδείξει έναν μεγαλειώδη νικητή. Έχει λίγο απ΄αυτό. Αυτό που έχει κυρίως είναι τον εξαγνισμό των δύο αρχικά ετερόκλητων και εν τέλει ομώνυμων ηρώων. Ναι, ο Βίκτορ Ντράγκο δεν έχει νεκρό πατέρα. Μαζί με τον Ιβάν όμως θρηνούν στο κενό μέσα τους. Κανείς δεν τρομάζει τον Βίκτορ μέσα στο ρινγκ. Έξω απ΄αυτό όμως υπάρχει η υποτίμηση της μάνας του.

Είπαμε και πιο πριν. Είναι ίσως η κρυφή γραμμή, το αόρατο χέρι που κινεί όλα τα νήματα στην ταινία και ίσως προλογίζει την πορεία της. Στο τέλος, στο ρινγκ έχουν μείνει δύο όρθιοι. Ένας νικητής κι ένας χαμένος. Αυτοί οι δύο ορισμοί δεν έχουν τοποθετηθεί εξαιτίας του αποτελέσματος στο μποξ. Άλλα είναι αυτά που κάνουν τον Κριντ νικητή και τους Ντράγκο χαμένους.

Προσέξατε. Δεν έβαλα τον Ρόκι σε καμία μεριά. Γιατί και για τον Ρόκι άλλη είναι η νίκη που αναζητά. Κι αυτή έρχεται στο τέλος που έχει μια μεγάλη έκπληξη και είναι πιθανότατα το σημείο που απογειώνεται η συγκινησιακή φόρτιση. Είναι το τελειωτικό χτύπημα στον θεατή. Ένα γλυκό χτύπημα. Σαν αυτό που τρώει ένας μποξέρ στο φινάλε ενός αγώνα που μετράνε μόνο οι πόντοι.

Το πιο σημαντικό για μένα στο Creed 2 είναι ότι δεν μιλάμε πια για τους Ντράγκο ως τον «εχθρό», αυτόν που πρέπει να ηττηθεί με στόμφο. Ο τρόπος που τελειώνει η μάχη αφήνει και για εκείνους λίγο χώρο μέσα μας. Ειδικά στη μεταστροφή του Ιβάν. Από κει που μιλάει με αυστηρότητα, κυνικότητα και απάθεια στον Βίκτορ, τον βλέπουμε να τον περιθάλπει ψυχικά. Τον βλέπουμε να παίρνει το βάρος που έχει μέσα του και να τον απαλύνει.

Αν κάτι θα ήθελα παραπάνω σε αυτό το σημείο θα ήταν να πάει ο Άδωνις Κριντ στον Βίκτορ, να του τείνει το χέρι και να του πει «Νομίζω πως τώρα καταλαβαίνουμε ο ένας τον άλλον».

Πέρα από το πολύ δυνατό στόρι που έγραψε ο Σταλόνε, αξίζει να σταθούμε σε μερικά τεχνικά χαρακτηριστικά. Πρώτα απ΄όλα στην πολύ δυνατή μουσική. Μια μουσική που γίνεται πρωταγωνιστής σε αρκετά σημεία. Δημιουργεί μιαν άλλη αντίληψη και συνδέεται αισθητηριακά με τους χαρακτήρες.

Οι επιλογές μοιάζουν να έχουν μετρηθεί σε βάθος και εναρμονίζουν τις εικόνες με τον ρυθμό-στίχο τους. Γενικότερα ο ήχος είναι από τα πολύ έντονα κι αξιομνημόνευτα sidekicks των στοιχείων που συνθέτουν μια αφήγηση.

Σε αυτό έχει πετύχει και ο Στίβεν Κέιπλ Τζούνιορ με το πως ορίζει την κάμερα και το μάτι του θεατή σε κάθε στιγμή της ταινίας. Ιδιαίτερα όσο οι πρωταγωνιστές είναι πάνω στο ρινγκ, στα χτυπήματα. Η κάμερα είναι σε σημείο που νιώθεις ότι ξετυλίγει το δέρμα και τα μύχια των χαρακτήρων.

Για το τέλος αφήνω κι αφιερώνω λίγα λόγια στον Σιλβέστερ Σταλόνε. Τον Sly που δεν ξέρω αν υπάρχει τρόπος να τον αγαπήσουμε περισσότερο. Δεν ξέρω αν γίνεται να τον θαυμάσει κανείς κι άλλο. Όλη αυτή η διαδρομή του ως σήμερα, όλα όσα έχει επενδύσει από τα όνειρα του στον χαρακτήρα του Ρόκι, αποτυπώνονται ξανά στην ερμηνεία του. Ίσως γιατί τώρα να είναι λιγότερο beast και πιο ανθρώπινος στα μάτια μας. Άντε πάλι με τα ίσως…

* Το Creed 2 κυκλοφορεί στις αίθουσες από σήμερα από την Tanweer