Το Mortal Engines είναι ένα επικό steampunk και μας θυμίζει γιατί αγαπάμε τον Πίτερ Τζάκσον

Μόνο σε μια αίθουσα κινηματογράφου μπορείς να το αντιληφθείς.

Η αντικειμενικότητα μας με ανθρώπους του σινεμά που αγαπάμε, πάει περίπατο. Δεν προσπαθούμε κι ιδιαίτερα να την εφαρμόσουμε. Γινόμαστε αυτόματα υποκειμενικοί και μας αρέσει. Ο Πίτερ Τζάκσον είναι ένας δημιουργός κόσμων, όχι απλώς ένας σκηνοθέτης. Όχι ένας απλός σκηνοθέτης.

Ακόμα και στην τριλογία του Hobbit που πολλοί λένε ότι έκανε…πασαλείμματα, για να το θέσω κομψά, οι ταινίες έχουν ένα υψηλό κατώτατο όριο. Στην ουσία όλα τα λάθη έγιναν στο τρίτο μέρος που και ο ίδιος παραδέχτηκε ότι τα πράγματα έγιναν βιαστικά. Αλλά κι εκεί, με εξαίρεση ορισμένες υπερβολικά δοσμένες σκηνές, όπως το τρέξιμο του Λέγκολας πάνω σε τούβλα που αιωρούνταν, είδαμε μια ταινία επικών διαστάσεων.

Η επάνοδος του στο σινεμά μετά από το 2014 και εκείνο το τρίτο μέρος γίνεται με ένα άλλο σύμπαν. Μια ιστορία που θα μπορούσε άνετα να γεννήσει μια δική της τριλογία. Μόνο το πρώτο βιβλίο. Αλλά ο Πίτερ Τζάκσον που συνυπογράφει το σενάριο με τους δύο σταθερούς συνεργάτες του Φραν Γουόλς και Φιλίπα Μπόγιενς, αποβλέπει στα επόμενα βιβλία του Φίλιπ Ρίβς για να κάνει την τριλογία και – γιατί  όχι; – την τετραλογία.

Η πρώτη ταινία θέτει πάντως τις βάσεις. Και τις θέτει με πολύ δυναμικό τρόπο σε επίπεδο δομής, σε επίπεδο μετάβασης από σκηνή σε σκηνή και σε επίπεδο γραφικών. Υστερεί αρκετά σε ηθοποιούς τη εξαιρέσει του Χιούγκο Γουίβινγκ και της Γιχάε, αλλά σε μια science fiction αφήγηση αυτό είναι το τελευταίο που θα σταθεί κανείς.

Εκείνο που μετράει σε τέτοιες μυθολογίες, ιδίως σε ένα steampunk που δεν μιλάει για τον ιμπεριαλισμό της τεχνολογίας, αλλά για την κατακτητική στρατηγική της βιομηχανίζουσας μηχανής, είναι κατά σειρά η πλοκή, η εικόνα, ο ήχος και πως αυτά σφιχταγκαλιάζονται με την κάθε σκηνή. Τις σκηνές μάχης περισσότερο απ΄όλες.

Στο Mortal Engines βλέπουμε τον κόσμο στο 3100. Μοιάζει σαν ένα γύρισμα του χρόνου, αφού δεν βλέπουμε κάτι φουτουριστικό. Βλέπουμε τα πάντα να έχουν επιστρέψει σε μεσαιωνική μορφή. Η διαφοροποίηση όμως είναι ότι οι τόποι των ανθρώπων δεν είναι σταθεροί. Οι άνθρωποι δε μένουν σε έδαφος, αλλά σε κινούμενες μηχανές. Σε κινούμενες πόλεις. Και υπάρχουν διαβαθμίσεις.

Οι Θανάσιμες Πόλεις είναι τα μεγάλα αρπακτικά. Κινούνται διαρκώς με στόχο να απορροφήσουν μικρότερες πόλεις και να χρησιμοποιήσουν τα εφόδια τους για την δική τους επιβίωση. Το Λονδίνο είναι η Θανάσιμη Πόλη που βλέπουμε εδώ και κυνηγάει την πόλη του Σαλτσάκεν. Καταφέρνει να το αιχμαλωτίσει και να το απορροφήσει στο εσωτερικό του, με τους ανθρώπους του να είναι πλέον κάτοικοι Λονδίνου.

Μέσα στις μεγάλες πόλεις υπάρχει επίσης μια πυραμίδα. Υπάρχουν κάστες. Για παράδειγμα το κατώτερο επίπεδο είναι οι εργάτες στη Χώνευση, αυτοί που απλά μαζεύουν τα περιττά πράγματα των εισερχόμενων πόλεων και τα πετάνε στον κονιορτοποιητή.

Το Λονδίνο ηγείται από τον Θαντέους Βαλεντάιν έναν φιλόδοξο αρχαιολόγο, ο οποίος έχει εκπονήσει ένα σχέδιο ονόματι Άγιος Παύλος. Όλοι θεωρούν ότι πρόκειται για ένα σχέδιο ευημερίας του Λονδίνου, αλλά αποδεικνύεται ένα σχέδιο εξυπηρέτησης της φιλοδοξίας του που καταντά ματαιοδοξία.

Το πραγματικό ποιόν του Βαλεντάιν αρχίζει να αποκαλύπτεται όταν εμφανίζεται η Έστερ Σο, μια νεαρή κάτοικος του Σαλτσάκεν, η οποία συνδέεται μαζί του από πολύ παλιά. Η παρουσία της εκεί έχει ως αποτέλεσμα να καταλήξει μαζί με τον φερέλπιδα ιστορικό του Λονδίνου, τον Τομ Νατσγουόρθι.

Οι δυο τους θα περιπλανηθούν στην ερημιά των πόλεων-ρακοσυλλεκτών, θα γίνουν σκλάβοι σε σκλαβοπάζαρο, θα πετάξουν ψηλά στον ουρανό, στον τόπο της Αντικίνησης και θα κληθούν να σώσουν τους ανθρώπους στο Τείχος του Σαν Γκουό και αυτούς του Λονδίνου που εμπλέκονται σε έναν μονομερή πυρηνικό πόλεμο. Αυτόν που εξαπολύει ο Βαλεντάιν στους «αντιεξουσιαστές».

Η συγκεκριμένη σκηνή είναι και το απόγειο της ταινίας. Παρόλο που δεν έχουμε μια μάχη λαών ή στρατών, η ταινία δείχνει εδώ όλη της τη δυναμική σε επίπεδο εικόνων. Οι κόσμοι που έχουν δημιουργήσει ο σκηνοθέτης Κρίστιαν Ρίβερς και ο Πίτερ Τζάκσον ως γενικός εποπτεύων είναι αυτό που θα θέλαμε να συναντάμε σε κάθε sci-fi κόσμο που πραγματεύεται τα επί της Γης.

Το τοπίο είναι ένας συγκερασμός βιομηχανικής επανάστασης με Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. Οι πόλεις των επαναστατών για παράδειγμα είναι χωμένες μεταξύ βουνών όπως η Γκόντορ. Στις φωτιές είναι σαν να βλέπουμε το Άιζενγκαρντ. Κι αυτό προσωπικά δεν το βρίσκω κακό. Ίσα ίσα. Θεωρώ πως αποτελούν μια πεπατημένη στην οποία ο Τζάκσον είναι master. Την εμπλουτίζει με μερικά διαφορετικά στοιχεία και είναι πολύ λογικό.

Εξίσου εντυπωσιακή είναι και η πόλη στον ουρανό, το Airheaven, αλλά και οι εκτάσεις όπου κινούνται οι παρείσακτοι και οι πόλεις-παρίες. Μιλάμε για ένα sci-fi σύζευξης αισθητηριακά πανίσχυρων εικόνων και ήχων. Γι΄αυτό αν το δεις σπίτι σου για παράδειγμα θα χάσει τη μισή του αξία. Ευχαριστιέται το μάτι και ξεδιψάει η αέναη ανάγκη μας για περιπέτεια, για κόσμους που καλείσαι να είσαι ένας επιζών. Βρασμός του αίματος μέσα στον θεατή.

Ο Πίτερ Τζάκσον είναι δικαιολογημένα ένας από τους auteur-storytellers που διατηρούν υψηλή θέση στην καρδιά των απανταχού fans του science fiction. Με το Mortal Engines ανανεώνει τους όρκους πίστης και στήριξης. 

* Η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες από σήμερα από την Tulip Entertainment.