Φτάνει πια με το μπούλινγκ στον κουραμπιέ!

Σαν πολλά δεν του τα ‘χετε πει;;;

Χριστούγεννα έρχονται, μέρες γιορτινές και οι μπάλες μας (όχι του δέντρου) θα φουσκώσουν πάλι με το κουραστικό δίλημμα:

«Μελομακάρονα ή κουραμπιέδες»;

Θα μου πεις σε έναν τόσο μανουριάρη λαό που του αρέσει να πλακώνεται για το παραμικρό, το να διχαστεί ακόμα και για τα γλυκά των Χριστουγέννων δεν είναι περίεργο.

Περίεργο όμως (και μαζί εκνευριστικό) είναι κάτι άλλο: Το ανελέητο μπούλινγκ που κάθε χρόνο και περισσότερο ασκείται στον κουραμπιέ!

Ανεξάρτητα από το αν και το πόσο σου αρέσει, η ανελέητη επίθεση που δέχεται κάθε Χριστούγεννα ο κουραμπιές σε κάνει να θες ασυναίσθητα να τον υπερασπιστείς.

Όχι μονάχα γιατί είναι ο «αδύναμος» της υπόθεσης (σε σύγκριση με το όντως δυνατότερο μελομακάρονο), αλλά γιατί πραγματικά δεν του αξίζει τέτοια ξεφτίλα και απαξίωση.

Διότι έχουμε ξεπεράσει πλέον το στάδιο του να εκφράσει κάποιος την προτίμησή του στο μελομακάρονο.

Και η φάση έχει γίνει περίπου σαν το «Μέσι ή Ρονάλντο» (όπως το συζητούν οι Έλληνες οπαδοί τους).

Αν σου αρέσει ο ένας πρέπει ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ να σιχαίνεσαι τον άλλον. Άμα γουστάρεις περισσότερο τον έναν είναι ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΟ να κράξεις τον άλλον!

Λες και απαγορεύεται να σου αρέσουν και να τους απολαμβάνεις και τους δυο!

Λες και δεν γίνεται απλώς να προτιμάς τον Μέσι (μελομακάρονο), χωρίς ταυτόχρονα να περιγελάς τον κουραμπιέ (σόρι, ταίριαζε περισσότερο στον Ρονάλντο ο χαρακτηρισμός).

Λες και είναι υποχρεωτικό να διαλέξεις μια πλευρά και την άλλη να την ξεφτιλίσεις!

Και δώσ’ του υποτίμηση, και δώσ’ του ειρωνείες, και δώσ’ του αστειάκια του τύπου «μόνο μελομακάρονα. Οι κουραμπιέδες είναι μόνο για να βουτάμε τα χέρια μας πριν κάνουμε αρασέ».

Χα, χα, ξεκαρδιστήκαμε, ρε μαλάκες! Ή πώς το λένε το άλλο οι «κουραμπιεδομάχοι»;

Δεν γουστάρουν, λέει, τον κουραμπιέ γιατί είναι «ρουφιάνος». Γιατί «μαρτυράει» (λόγω της άχνης) ότι έφαγες γλυκό.

Ναι, δεν το μαρτυράει, μαντάμ, το ζελεδάκι που τρεμοπαίζει στο μπράτσο σου όταν σηκώνεις το χέρι (ή το μπυροκοίλι σου, κύριε, που κάνει διαζώματα όταν σκύβεις), την άχνη περιμέναμε για να καταλάβουμε ότι μουντάρεις τις πιατέλες.

Και εν πάση περιπτώσει, αυτό με την τεχνική δυσκολία της κατανάλωσης του κουραμπιέ (επειδή λερώνει πιο εύκολα) γιατί δεν ισχύει, ας πούμε, με το μελομακάρονο; Ή μήπως το τριμμένο καρυδάκι είναι λιγότερο τζαναμπέτικο από την άχνη;

Άσε το άλλο φοβερό επιχείρημα: Ποιος έψαξε, λέει, κουραμπιέδες άλλη εποχή του χρόνου πέρα από Χριστούγεννα;

Ενώ το μελομακαρονάκι, ας πούμε, τραβιέται ένα ωραίο ζεστό βράδυ του Αυγούστου ως μεζές για μπυρόνι στην παραλία.

Όσο για τις γευστικές κατηγορίες που του αποδίδονται, επίσης υπάρχει προκατάληψη. Είναι, λέει, στεγνός και κολλάει μέσα στο στόμα.

Αλλά ο ίδιος τύπος που το ισχυρίζεται, μπορεί να φάει μια σκάφη από τα αγαπημένα του μπισκότα (που επίσης έχουν το ίδιο χαρακτηριστικό) και μετά, όχι μόνο να μην έχει ενοχληθεί, αλλά να γλύφει με ικανοποίηση τα τριφτουλίδια που έχουν κολλήσει στα δόντια του.

Και μην ξεχάσουμε και την άλλη γελοιότητα: Δεν είναι τυχαίο, σου λέει, ότι το κουραμπιές χρησιμοποιείται ως βρισιά. Ως κατηγορία για κάποιον χλεχλέ ή κατσίφλωρα. Μάλιστα.

Και «ντολμάς» μπορεί να χαρακτηριστεί, με την ίδια λογική, κάποιος. Και «κεφτές». Και «λουκουμάς». Δεν άκουσα ποτέ κανέναν να το χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα  για να αμφισβητήσει τη νοστιμιά των ντολμάδων και των κεφτέδων.

Για να μην το κουράζουμε λοιπόν: Μπορεί να μην τρελαίνεσαι. Μπορεί να προτιμάς το μελομακάρονο. Μπορεί να είσαι ο φανατικότερος εχθρός του κουραμπιέ. Είναι σεβαστό και δικαίωμά σου.

Όταν μιλάς όμως για τον κουραμπιέ θα προσέχεις. Δεν θα βγάζεις… άχνη, αν χρειαστεί. Θα θυμάσαι ότι είμαστε αθόρυβοι, αλλά πολλοί οι υποστηρικτές του. Και θα σέβεσαι τον «βασιλιά της σκόνης»…