Ειδικά το καλοκαίρι είναι πολλοί οι πειρασμοί που μπορούν να σε κολάσουν.
Ένα μικροσκοπικό μπικίνι (που για κακή σου τύχη παρελαύνει από μπροστά σου με τη γυναίκα σου στη διπλανή ξαπλώστρα).
Μια κοπάνα από τη δουλειά (για να τη χωθείς σε μέρος δροσερό ή να την αράξεις σπίτι αγκαλιά με το ερκοντίσιο).
Μια (ακόμα) μπύρα που θα δροσίσει την καταπιόνα σου, αλλά θα ενισχύσει ακόμα περισσότερο την τάση της μπάκας να σου κρύψει τη θέα προς τον γιαννούκο σου.
Υπάρχει όμως κι ένας πειρασμός που δεν κοστίζει τίποτα να ενδώσεις. Που κανείς δεν θα σε κατηγορήσει αν δεν καταφέρεις να του αντισταθείς.
Που «συμφέρει» τόσο πολύ απ’ όλες τις απόψεις, ώστε να μπορείς (όχι μόνο να τον χαρείς) αλλά να πέσεις με τα μούτρα πάνω του.
Και λέγεται ΝΤΑΚΟΣ!
Το πιο αναγνωρίσιμο πιάτο της κρητικής κουζίνας, αυτός ο πεντανόστιμος «μπαλαντέρ», αυτός ο θρίαμβος της απλότητας καταφέρνει να συγκεντρώνει Ο,ΤΙ μπορεί να ζητάς από ένα φαγητό το καλοκαίρι.
Είναι εύκολο στην προετοιμασία, είναι και γευστικό. Είναι πρόχειρο, αλλά είναι και υγιεινό. Είναι δροσιστικό κι ελαφρύ, αλλά είναι ταυτόχρονα και χορταστικό.
Δεν χρειάζεσαι τίποτα παραπάνω από μερικά απλά υλικά και λίγα μόνο λεπτά για να φτιάξεις κάτι που μπορεί να «παίξει» και ως ορεκτικό και ως κυρίως πιάτο.
Άσε που ως διαδικασία και μόνο σου θυμίζει κάτι από εξοχή και χωριό:
Το μούσκεμα του παξιμαδιού με το χρυσαφένιο ελαιόλαδο. Το ξάπλωμα της ξυσμένης (ή και όχι) ντομάτας πάνω του.
Το σπάταλο πασπάλισμα με φέτα, μυζήθρα ή ανθότυρο. Και το τελείωμα με λίγη ρίγανη που θα ερεθίσει και τη μύτη πέρα απ’ τον ουρανίσκο σου.
Ακούγεται σαν… προκαταρκτικά και όντως κάπως έτσι μοιάζει η προετοιμασία για το food porn που θα έχει ως αποτέλεσμα!
Εξάλλου είναι συχνότατο το φαινόμενο να προοριστεί για συμπλήρωμα και να κλέψει την παράσταση στο τραπέζι.
Να προετοιμαστεί για κομπάρσος και (εφόσον δεν υπάρχει κάποιο βαρύ όνομα όπως το αντικριστό) να εξελιχθεί σε πρωταγωνιστή.
Να μουρμουρίσεις στον σερβιτόρο (με γεμάτο ακόμα το στόμα και τέρμα λαδωμένα τα χέρια) «μας φέρνεις άλλους δυο, ρε παλικάρι»;
Γιατί μπορεί να ξεκίνησε ως το φαγητό των φτωχών (την εποχή που δεν έπαιρνε τους ανθρώπους να πετάξουν το ψωμί όταν μπαγιάτευε) αλλά μπήκε και στα πιο γκουρμέ εστιατόρια.
Παίρνοντας και το όνομα «κουκουβάγια» (στο Ρέθυμνο) επιβεβαίωσε ότι αποτελεί μια… σοφή επιλογή για να φας.
Και ειδικά μες στον καύσωνα αποτελεί το μόνο (και ταυτόχρονα λαχταριστό) χιονισμένο τοπίο που μπορεί να σου κλέψει την καρδιά. Και την κοιλιά…